ΠΟΛΕΜΟΣ 1940: Η Εκκλησία στην πρώτη γραμμή του έθνους-Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε με το ιστορικό «ΟΧΙ» τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ολόκληρη η Ελλάδα ξύπνησε σε πολεμικό συναγερμό — και μαζί της, η Εκκλησία.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Από την πρώτη στιγμή, οι καμπάνες ήχησαν σε όλη τη χώρα, όχι για εορτή αλλά για επιστράτευση, για κάλεσμα σε πίστη και θυσία.
Οι απλοί παπάδες των χωριών, οι μοναχοί των μοναστηριών και οι ιεράρχες των πόλεων μπήκαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, στον αγώνα. Κάποιοι πήραν το δρόμο για το μέτωπο, άλλοι έμειναν πίσω για να στηρίξουν τις οικογένειες των στρατιωτών, να οργανώσουν νοσοκομεία και καταφύγια, να ταΐσουν πεινασμένους και να θάψουν νεκρούς.
Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς που μίλησαν στο vimaorthodoxias.gr, «ο πόλεμος του 1940 δεν θα είχε το ίδιο ηθικό αποτέλεσμα χωρίς τη σιωπηλή, καθημερινή παρουσία της Εκκλησίας. Ο παπάς ήταν η ψυχή του χωριού, το στήριγμα των γυναικών και το σημείο αναφοράς για τον στρατιώτη που έφευγε για το μέτωπο».

Οι απλοί παπάδες της Πίνδου: Ανώνυμοι ήρωες με ράσο και σταυρό
Στα χιονισμένα υψίπεδα της Πίνδου, όπου οι Έλληνες στρατιώτες πολεμούσαν μέσα σε αφόρητες συνθήκες, δεκάδες απλοί παπάδες στάθηκαν στο πλευρό τους. Ο παπα-Χρυσόστομος από τη Σιάτιστα, ο παπα-Αναστάσιος από την Άρτα, ο παπα-Ιωάννης από την Κατερίνη, έμειναν στην Ιστορία ως μορφές πίστης και ανδρείας.
Ο Ελληνικός Στρατός κατέγραψε στα επίσημα αρχεία του ότι περισσότεροι από 190 ιερείς υπηρέτησαν εθελοντικά στα μέτωπα. Εξομολογούσαν στρατιώτες πριν από τις μάχες, λειτουργούσαν πάνω σε πέτρες και έδιναν τη Θεία Κοινωνία κάτω από καταιγισμό πυρών. Δεν ξεχώριζαν τον στρατιώτη από τον ιερέα – όλοι ήταν αδέλφια στην ίδια αποστολή: να υπερασπιστούν την Πατρίδα.
Στην Ήπειρο, παπάδες περπατούσαν μέσα στη λάσπη για να φτάσουν στα φυλάκια με τρόφιμα και φάρμακα. Άλλοι έψαλαν επιμνημόσυνες δεήσεις πάνω σε αυτοσχέδιους τάφους, ανάμεσα σε φλόγες και ομίχλη. Όπως σημειώνει στρατιωτική αναφορά, «οι ιερείς έδιναν θάρρος στους μαχητές εκεί όπου ο φόβος νικούσε τα πάντα».

Οι ιεράρχες που κατατάχθηκαν
Η συμμετοχή των ιεραρχών υπήρξε καθοριστική. Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων υπήρξαν από τους πρώτους που ανέβηκαν στο μέτωπο για να ευλογήσουν τα στρατεύματα. Ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος συνόδευσε τις φάλαγγες στην Ήπειρο, ενώ ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Πολύκαρπος βρέθηκε κοντά στις εστίες των προσφύγων που κατέφευγαν από τη Θράκη.
Ακόμη και όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν από τις μητροπόλεις τους, έστησαν δίκτυα αλληλεγγύης. Με εντολή της Ιεράς Συνόδου και υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημιουργήθηκαν ενοριακά συσσίτια, φιλανθρωπικά κέντρα και αποθήκες ρουχισμού. Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε κέντρα διανομής τροφίμων και φαρμάκων.
Η Εκκλησία δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε φαντάρους και πολίτες, σε πλούσιους και φτωχούς. Ο καθένας που ζητούσε βοήθεια έβρισκε πόρτα ανοιχτή και καρδιά που πονούσε.
Η διαφορά με τους ιερωμένους της Ιταλίας και της Γερμανίας
Η στάση των Ελλήνων κληρικών είχε μια ουσιαστική διαφορά από εκείνη των ιερωμένων των δυνάμεων του Άξονα. Ενώ στην Ιταλία και στη Γερμανία οι κρατικοί μηχανισμοί προσπάθησαν να χειραγωγήσουν την πίστη προς όφελος του φασιστικού καθεστώτος, στην Ελλάδα το ράσο έγινε σύμβολο αντίστασης.
Ο ιστορικός π. Χαράλαμπος Μανώλης, μιλώντας στο vimaorthodoxias.gr, εξηγεί:
«Στη φασιστική Ιταλία ο ιερέας ήταν προέκταση του κράτους. Στην Ελλάδα, ο παπάς ήταν προέκταση της ψυχής του λαού. Εκείνοι ευλογούσαν πολέμους επιθετικούς. Οι δικοί μας ευλογούσαν τη θυσία για την ελευθερία».
Στη Γερμανία, τμήμα του καθολικού κλήρου σιώπησε μπροστά στις θηριωδίες των ναζί. Στην Ελλάδα, οι ιερείς ύψωσαν τη φωνή τους εναντίον της βίας και των εκτελέσεων, πλήρωσαν με εξορίες, φυλακίσεις και θάνατο. Στα κατοχικά χρόνια, μοναστήρια όπως η Μονή Αγάθωνος και η Μονή Πεντέλης έκρυψαν αντάρτες, παιδιά και πρόσφυγες, με πλήρη γνώση του κινδύνου.

Η πίστη που κράτησε το μέτωπο
Οι στρατιώτες του 1940 δεν είχαν υπερσύγχρονα όπλα, είχαν όμως πίστη. Και αυτή τη δύναμη τους την έδινε ο παπάς του τάγματος ή του χωριού. Ο παπα-Θεμιστοκλής από τη Λάρισα περιγράφεται σε αναφορές του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας να περπατά δεκάδες χιλιόμετρα για να φέρει νερό και να ψάλλει τρισάγιο πάνω από τους νεκρούς στρατιώτες, πριν επιστρέψει για να βοηθήσει τραυματίες.
Η παρουσία αυτών των απλών ιερέων στήριξε όχι μόνο το ηθικό των μαχητών αλλά και την ψυχή του Έθνους. Στην ουσία, οι ρασοφόροι έγιναν οι αόρατοι διοικητές της ψυχής, εκείνοι που έδιναν ελπίδα όταν οι οβίδες έσκαγαν δίπλα στα χαρακώματα.
Όταν οι καμπάνες σίγησαν και οι προσευχές έγιναν δάκρυ
Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, το έργο των ιερέων άλλαξε μορφή. Δεν υπήρχε πλέον μέτωπο, αλλά πείνα, κατοχή, φόβος. Παρά ταύτα, οι ίδιοι απλοί παπάδες των χωριών έστησαν πρόχειρα συσσίτια, μοίραζαν τρόφιμα από τα μοναστήρια και διοργάνωναν μυστικές λειτουργίες για να εμψυχώσουν τον λαό.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπερασπίστηκε χιλιάδες Εβραίους και αντιστασιακούς, σώζοντας ζωές με την υπογραφή του. Η Εκκλησία, μέσα στην πιο σκοτεινή εποχή, παρέμεινε φως.
Η μνήμη της πίστης και της θυσίας
Σήμερα, 85 χρόνια μετά, το παράδειγμα εκείνων των ιερέων του 1940 συγκλονίζει. Δεν ήταν στρατηγοί, δεν είχαν εξουσία, αλλά κράτησαν όρθιο ένα ολόκληρο Έθνος. Όπως λένε οι ιστορικοί, «χωρίς αυτούς, το ΟΧΙ ίσως να είχε ακουστεί, αλλά δεν θα είχε αντέξει».
Η Εκκλησία εκείνης της εποχής δεν στάθηκε πίσω από το μέτωπο· ήταν το ίδιο το μέτωπο της ψυχής. Οι απλοί παπάδες, οι μοναχοί και οι ιεράρχες έγραψαν μια ιστορία που δεν καταγράφεται μόνο στα βιβλία, αλλά στη συνείδηση του ελληνικού λαού.





















