ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ: Με σπάνια ένταση και εμφανή εκνευρισμό αντέδρασε ο Ντόναλντ Τραμπ στα νέα δημοσκοπικά δεδομένα που καταγράφουν βαθιά δυσαρέσκεια των Αμερικανών για την οικονομική του πολιτική, επιμένοντας ότι έχει δημιουργήσει «ίσως την καλύτερη οικονομία στην ιστορία των ΗΠΑ χωρίς πληθωρισμό».
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπανικολάου
Η δήλωση, που αναρτήθηκε στην πλατφόρμα Truth Social, ήρθε την ώρα που επίσημα στοιχεία και ανεξάρτητες αναλύσεις από θεσμούς όπως το Bureau of Labor Statistics και η Federal Reserve αποτυπώνουν μια πολύ πιο σύνθετη και αντιφατική εικόνα για την αμερικανική οικονομία.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου του Σικάγου για λογαριασμό του Associated Press, μόλις το 31% των πολιτών δηλώνει ικανοποιημένο από τη διαχείριση της οικονομίας από τον Τραμπ, έναντι 40% τον Μάρτιο. Το 68% θεωρεί ότι η οικονομία «πάει άσχημα», στοιχείο που εξόργισε τον πρώην –και εκ νέου υποψήφιο– πρόεδρο, ο οποίος βλέπει το αφήγημα της «οικονομικής υπεροχής» να καταρρέει στη βάση της κοινωνίας.
Υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα
Ο Τραμπ επανέλαβε ότι «οι τιμές πέφτουν γρήγορα» και ότι οι χρηματιστηριακοί δείκτες αποδεικνύουν την επιτυχία του. Ωστόσο, τα στοιχεία του U.S. Department of Commerce δείχνουν ότι ο πληθωρισμός, αν και επιβραδύνθηκε προσωρινά στις αρχές του έτους, επιτάχυνε εκ νέου από την άνοιξη. Τον Σεπτέμβριο καταγράφηκε στο 2,8% σε ετήσια βάση, ενώ για τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο υπήρξε καθυστέρηση δημοσιοποίησης δεδομένων λόγω λειτουργικών προβλημάτων του ομοσπονδιακού κράτους.
Το βασικό πρόβλημα για τον Τραμπ δεν είναι μόνο οι αριθμοί, αλλά το γεγονός ότι πολλές από τις κεντρικές οικονομικές δεσμεύσεις του παραμένουν ανεκπλήρωτες. Υποσχέθηκε άμεση μείωση του κόστους ζωής, δραστικό περιορισμό των τιμών στα καύσιμα και στα τρόφιμα, καθώς και φορολογικές ελαφρύνσεις που θα «ανακουφίσουν τη μεσαία τάξη». Στην πράξη, όμως, η καθημερινότητα των Αμερικανών δεν άλλαξε στον βαθμό που είχε εξαγγελθεί, με τις τιμές σε βασικά αγαθά να παραμένουν υψηλές και τα επιτόκια δανεισμού να πιέζουν νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις.
Τι έλεγε και τι δεν έκανε
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αφορά την υπόσχεσή του για «μηδενικό πληθωρισμό χωρίς ύφεση». Ο ίδιος απέδωσε την άνοδο των τιμών αποκλειστικά στην προηγούμενη κυβέρνηση Μπάιντεν, όμως οικονομολόγοι που μιλούν σε μέσα όπως το International Monetary Fundεπισημαίνουν ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων: διεθνών κρίσεων, ενεργειακού κόστους, νομισματικής πολιτικής και εσωτερικής ζήτησης. Καμία κυβέρνηση, πόσο μάλλον σε τόσο σύντομο διάστημα, δεν μπορεί να τον «εξαφανίσει» με πολιτικές δηλώσεις.
Παράλληλα, ο Τραμπ είχε δεσμευτεί για μαζικές επενδύσεις σε υποδομές και βιομηχανία, με στόχο τη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Αν και υπήρξαν κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, μεγάλα projects καθυστέρησαν ή «κόλλησαν» στη γραφειοκρατία και στις αντιδράσεις του Κογκρέσου, αφήνοντας ένα κενό μεταξύ ρητορικής και αποτελέσματος.
Δημοσκοπικό καμπανάκι και πολιτικός κίνδυνος
Η επιδείνωση των ποσοστών του Τραμπ στην οικονομία είναι πολιτικά επικίνδυνη, καθώς η οικονομική ευημερία αποτέλεσε το ισχυρότερο χαρτί του στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Το γεγονός ότι οι πολίτες δεν «πιστώνουν» στον ίδιο τη βελτίωση που επικαλείται, υπονομεύει το βασικό του αφήγημα ενόψει της επόμενης εκλογικής μάχης.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, υποστήριξε ότι «όλοι οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν πως η οικονομία είναι καλύτερη από ό,τι επί προηγούμενης κυβέρνησης». Ωστόσο, ανεξάρτητες αναλύσεις του Congressional Budget Office σημειώνουν ότι η βελτίωση σε ορισμένους δείκτες δεν μεταφράζεται αυτόματα σε αίσθηση ευημερίας για τα νοικοκυριά, ειδικά όταν το κόστος ζωής παραμένει υψηλό.
Το χάσμα αφήγησης και πραγματικότητας
Η οργή του Τραμπ δεν στρέφεται μόνο κατά των δημοσκοπήσεων, αλλά και κατά των ίδιων των πολιτών που «δεν καταλαβαίνουν», όπως λέει, το οικονομικό του έργο. Αυτό το χάσμα μεταξύ αφήγησης και βιωμένης πραγματικότητας ίσως αποδειχθεί καθοριστικό. Όσο ο ίδιος επιμένει ότι «δημιούργησε τη μεγαλύτερη οικονομία όλων των εποχών», τόσο οι αριθμοί και η καθημερινή εμπειρία των Αμερικανών τον διαψεύδουν.
Το ερώτημα που πλέον κυριαρχεί στην Ουάσιγκτον δεν είναι αν ο Τραμπ πιστεύει στο οικονομικό του αφήγημα, αλλά αν οι ψηφοφόροι είναι διατεθειμένοι να το αποδεχθούν ξανά — αυτή τη φορά με λιγότερες υποσχέσεις και περισσότερες αποδείξεις.


















