ΠΑΠΑΣ ΛΕΩΝ: Η νέα τελετή αγιοποίησης που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στο Βατικανό προκάλεσε βαθύ προβληματισμό και αντιδράσεις στους ορθόδοξους κύκλους, καθώς ανάμεσα στους επτά τιμώμενους βρέθηκε και ο Μπαρτόλο Λόνγκο — ένας πρώην σατανιστής «ιερέας» που στη συνέχεια επέστρεψε στον καθολικισμό και αφιέρωσε τη ζωή του σε φιλανθρωπικό έργο.
Η επιλογή αυτή του Πάπα Λέοντα ΙΔ προκάλεσε κύμα αντιδράσεων ακόμη και στο εσωτερικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπου δεν είναι λίγοι όσοι βλέπουν πίσω από τέτοιες αποφάσεις μια θεολογία «αποδοχής όλων», ανεξάρτητα από τη βαρύτητα των πνευματικών πλανών που προηγήθηκαν.
Περισσότεροι από 70.000 καθολικοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου για να παρακολουθήσουν την τελετή, κατά την οποία ο Πάπας μίλησε για «επτά νέους αγίους που κράτησαν αναμμένο το λυχνάρι της πίστεως».
Ωστόσο, η επιλογή του Λόνγκο —ενός ανθρώπου που είχε χειροτονηθεί σατανιστής πριν μεταστραφεί— εγείρει ερωτήματα: Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει μια Εκκλησία όταν εξισώνει τη μεταμέλεια με την αγιότητα;
Η ορθόδοξη παράδοση διδάσκει μετάνοια και καθαρμό, αλλά όχι θεσμική εξίσωση του φωτός με το σκότος. Η συγχώρεση δεν καταργεί τη διάκριση.
Ο Μπαρτόλο Λόνγκο (1841–1926) γεννήθηκε στη Νάπολη, σπούδασε νομικά και, κατά τη νεότητά του, παρασύρθηκε από ρεύματα αποκρυφισμού και πνευματισμού. Για ένα διάστημα υπήρξε «ιερέας» σατανιστικών τελετών, ώσπου ύστερα από εσωτερική κρίση και πνευματική καθοδήγηση επέστρεψε στον καθολικισμό. Αργότερα ανέπτυξε φιλανθρωπικό έργο στην Πομπηία, ίδρυσε το Παπικό Ιερό της Παναγίας του Ροδαρίου και οργάνωσε ιδρύματα υπέρ των φτωχών και των παιδιών κρατουμένων.
Το Vatican News, στην επίσημη παρουσίασή του, κάνει λόγο για «μια ζωή που μεταμορφώθηκε από το φως της Παναγίας», παρουσιάζοντας τον Λόνγκο ως υπόδειγμα εσωτερικής αλλαγής.
Εντούτοις, σε πολλούς χριστιανούς προκαλεί αμηχανία το γεγονός ότι ο πρώην σατανιστής ανακηρύσσεται όχι απλώς «μετανοημένος», αλλά «άγιος», δηλαδή πρότυπο πνευματικής ζωής.
Η Αποστολική Διακονία έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι στην Ορθόδοξη Παράδοση η αγιότητα δεν είναι ψυχολογική εξισορρόπηση, αλλά καρπός θέωσης και μετοχής στη Χάρη του Θεού. Και σε καμία περίπτωση δεν απονέμεται μέσω δημοσίων τελετών ή πολιτικών αποφάσεων.
Αυτό που προκαλεί τον μεγαλύτερο προβληματισμό είναι το θεολογικό υπόβαθρο τέτοιων ενεργειών. Η Ρώμη φαίνεται να υιοθετεί μια νέα «θεολογία της ανοχής», όπου κάθε ανθρώπινη εμπειρία, ακόμη και η σκοτεινή, θεωρείται εν δυνάμει οδός προς τη σωτηρία.
Η λογική αυτή, που επιδιώκει να συμφιλιώσει τον Χριστό με τον κόσμο, οδηγεί στην απώλεια της διακριτικότητας μεταξύ του θείου και του δαιμονικού.
Η αγιοποίηση του Λόνγκο δεν είναι απλώς ένα ακόμη γεγονός πίστεως· είναι σημείο των καιρών. Στο Βατικανό πλέον η έννοια της «μετάνοιας» φαίνεται να υποκαθίσταται από την έννοια της «ένταξης». Δεν είναι λίγοι οι θεολόγοι που προειδοποιούν ότι, πίσω από τη γλώσσα της αποδοχής, διαμορφώνεται μια Εκκλησία «χωρίς όρια και χωρίς δογματικά κριτήρια».
Ο Παπισμός, με την ανάγκη του για παγκόσμια απήχηση, φαίνεται να θυσιάζει την πνευματική αλήθεια στο βωμό της επικοινωνίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε υποδέχεται με ελπίδα κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. Δεν είναι η μετάνοια που προκαλεί προβληματισμό, αλλά η θεσμική αγιοποίηση του σκότους.
Γιατί άλλο πράγμα είναι να συγχωρεί ο Θεός, και άλλο να τιμά ο άνθρωπος το πτώμα της πλάνης ως ιερό λείψανο.
Και όσο το Βατικανό συνεχίζει να θολώνει τα νερά ανάμεσα στο Φως και το σκότος, τόσο πιο έντονα θα ηχεί το προειδοποιητικό ερώτημα των Αγίων Πατέρων:
«Ποία κοινωνία φωτί προς σκότος;»





















