Προσευχή για μετάνοια και απολύτρωση. Κύριε, διά τους απείρους σου οικτιρμούς δώρησαί μοι μετάνοιαν. Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού, εκχέατε την δέησιν υμών προς τον οικτίρμονα Θεόν, ίνα επιστρέψη την ψυχήν μου, τω άδη προσκολληθείσαν υπό των ατίμων παθών…
Νύν έτι και σήμερον κατησχυμένω προσώπω και εις γην νεύοντι, τολμώ λαλήσαι προς σε τον Δεσπότην και Δημιουργόν των απάντων. Εγώ δε είμι γη και σποδός, όνειδος ανθρώπων, σκώληξ τω όντι και ούκ άνθρωπος, όλως κατεγνωσμένος και κατώδυνος.
Πως ατενίσω σοι, Δέσποτα; Εν ποία καρδία; Εν ποίω συνειδότι; Εν ποία γλώσση λαλήσω σοι; Πως δε την αρχήν ποιήσω της εμής εξομολογήσεως; Ποίων αμαρτιών άφεσιν ο τάλας αιτήσω πρότερον; Τών εν γνώσει ασυγγνώστως και των εν παραβάσει αγίων Σου εντολών, η των εν καταθέσει πονηρών λογισμών;
Άλλ’ ώ Δέσποτα, ώς έχων της μακροθυμίας το πέλαγος έμφυτον και της ευσπλαγχνίας την άβυσσον, μη παραχώρησης κοπήναι με τον αχάριστον ώς την συκήν την άκαρπον μηδέ αρπάσης με ανέτοιμον, μηδέ παραστήσης την ψυχήν μου στηλίτευμα ελεεινών τω φοβερώ και αδεκάστω σου βήματι.
Άλλ’ ώς αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος, ελέησόν με τον αχάριστον, τον πεπωρωμένον, τον αναπολόγητον, τον καταδεδικασμένον, τον άξιον πάσης κολάσεως και τιμωρίας.
Πως επικαλέσομαί σε, Δέσποτα των απάντων, τας εντολάς σου μη φυλάξας;
Μετά γάρ το λαβείν με την επίγνωσιν της αληθείας, γέγονα θυμώδης, ανελεήμων, μάλιστα δε εν ρυπαροίς λογισμοίς, και έτι εν γαστριμαργία, εν αδηφαγία, εν υπερηφανία, εν καταλαλιά, εν υποκρίσει;
Ψευδόμενος γάρ εγώ επί τους ψεύτας άχθομαι κρίνω τους πταίοντας ο πλήρης πταισμάτων εάν υβρισθώ, αμύνομαι εάν μη τιμηθώ, βδελύττομαι, και τους τάληθή μοι λέγοντας ώς εχθρούς λογίζομαι μη κολακευόμενος αηδιάζω ανάξιος ών τιμάς απαιτώ.
Εάν μη τις λειτουργή μοι, κακολογώ αυτόν ώς υπερήφανον ασθενούντα αδελφόν αγνοώ, εγώ δε ασθενών, φιλείσθαι και υπηρετείσθαι θέλω. Μειζόνων περιφρονώ και ελάττονας υπερορώ εάν κρατήσω βραχύ τι εμαυτόν από της αλόγου επιθυμίας, κενοδοξώ έάν κατορθώσω αγρυπνίαν, τη αντιλογία παγιδεύομαι.
Εάν εγκρατεύσω εμαυτόν από βρωμάτων, τω τύφω καταποντίζομαι εάν εις αρετήν προκόψω τι, κατά των αδελφών μου επαίρομαι. Έξωθεν ταπεινοφρονώ και τη ψυχή υψηλοφρονώ…
Κύριε, διά τους απείρους σου οικτιρμούς δώρησαί μοι μετάνοιαν.
Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού, εκχέατε την δέησιν υμών προς τον οικτίρμονα Θεόν, ίνα επιστρέψη την ψυχήν μου, τω άδη προσκολληθείσαν υπό των ατίμων παθών.
Πρεσβεύσατε, Άγιοι, υπέρ εμού, ίνα διά των αγίων υμών ευχών άξιος μετανοίας γένωμαι. Έργον γάρ έστιν υμών, Άγιοι, πρεσβεύειν υπέρ αμαρτωλών, Θεού δε το τους απεγνωσμένους ελεείν.
Όσιοι και Δίκαιοι, οί καλώς τον αγώνα τελέσαντες, συνέλθετε επί εμοί τω δυστήνω, και η ώς νεκρόν με θρηνήσατε, η ώς ημιθανή οικτειρήσατε επεί εγώ ούκ έχω προς Θεόν παρρησίαν διά τας πολλάς μου αμαρτίας.
Εκχέατε έλεος έπ’ εμοί, Άγιοι, ώς είς αιχμάλωτον και τραυματίαν.
Οίδα γάρ ότι, εάν υμείς του Θεού δεηθήτε, πάντα μου τα πλημμελήματα συγχωρηθήσονται τη αφάτω αυτού ευσπλαγχνία ώσπερ γάρ αυτός φιλάνθρωπος έστιν, ούτω και υμείς. Μόνον μη υπερίδητέ με.
Πρόσδεξαι, Κύριε, την ταπεινήν μου δέησιν ταύτην και ελέησόν με διά πρεσβειών της πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, ίνα κάγώ μετά πάντων των σωθέντων τω άφάτω σου ελέει προσκυνώ σε τον εν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.