Έλεγαν ότι ήταν κάποιος στην κωμόπολη που νήστευε πολύ, ώστε να τον αποκαλούν ο Νηστευτής.
Όταν άκουσε γι’ αυτόν ο αββάς Ζήνων, έστειλε να τον καλέσουν κι εκείνος ήλθε ευχαρίστως. Και αφού προσευχήθηκαν, κάθησαν.
Άρχισε λοιπόν ο Γέροντας να εργάζεται σιωπώντας. Και επειδή ο Νηστευτής δεν εύρισκε τίποτε να μιλήσει μαζί του, άρχισε να ενοχλείται από ανυπομονησία και λέγει στον Γέροντα
«Δός μου την ευχή σου, αββά, γιατί θέλω να φύγω». «Γιατί;» τον ρωτά ο Γέροντας. Κι εκείνος του αποκρίθηκε
«Γιατί η καρδιά μου είναι σαν να καίγεται και δεν ξέρω τι έχει. Όταν ήμουν στην κωμόπολη, μέχρι αργά νήστευα και ουδέποτε μού συνέβη κάτι τέτοιο».
Του λέγει ο Γέροντας:
«Στην κωμόπολη τρεφόσουν από τα αφτιά σου. Πήγαινε όμως και στο εξής να τρώγεις το μεσημέρι την ώρα του φαγητού και ό,τι κάνεις να το κάνεις στα κρυφά».
Και όταν άρχισε να ενεργεί έτσι, με ανυπομονησία περίμενε την ώρα του φαγητού. Κι αυτοί που τον γνώριζαν έλεγαν «Ο Νηστευτής δαιμονίστηκε».
Εκείνος πήγε και τα είπε όλα στον Γέροντα. Κι ο Γέροντας του απάντησε· «Αυτός είναι ο δρόμος ο σύμφωνος με το θέλημα του Θεού».
Αγιολογία της Εκκλησίας
Αποφθέγματα, Ζήνων σελ. 195
Έκδοσις π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 1999.