Επιμέλεια παρουσίασης του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου για Διεθνείς Εκκλησιαστικές Υποθέσεις)
Μετά τις εργασίες της Δ’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως που πραγματοποιήθηκε το 1968 στη Γενεύη, είχαμε μετά από τρία χρόνια, πάλι στη Γενεύη, το 1971, τις εργασίες της Α’ Διάσκεψης της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το ανακοινωθέν της Διασκέψεως αυτής αναφέρει τα ακόλουθα σημεία:
“Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή είχεν ως έργον αυτής την διατύπωσιν της ενιαίας Ορθοδόξου απόψεως επί των 6 ορισθέντων ακολούθων θεμάτων:
α. Η Θεία Απόκαλυψις
β. Πληρεστέρα συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου εν τη λατρευτική και τη άλλη ζωή της Εκκλησίας.
γ. Αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων, συμφώνως ταις απαιτήσεσι της συγχρόνου εποχής.
δ. Κωλύματα Γάμου.
ε. Ημερολογιακόν ζήτημα. Μελέτη του ζητήματος εν αναφορά προς την περί
Πασχαλίου απόφασιν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, και εξεύρεσις τρόπου
προς αποκατάστασιν συμπράξεως μεταξύ των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω, και
ς. Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή
1. Διετύπωσεν – επί τη βάσει της θεολογικής ερεύνης και επεξεργασίας των θεμάτων, τα οποία ανέλαβον κατά σειράν, του μεν πρώτου η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, του δευτέρου η Εκκλησία Βουλγαρίας, του τρίτου η Εκκλησία της Σερβίας, του τετάρτου και του πέμπτου η Εκκλησία της Ρωσίας και η Εκκλησία της Ελλάδος, κεχωρισμένως, και του έκτου η Εκκλησία της Ρουμανίας και των επ’ αυτών γενομένων παρατηρήσεων και σχολίων διαφόρων Ορθοδόξων Εκκλησιών – την ενιαίαν επ’ αυτών άποψιν, κατόπιν επισταμένης μελέτης και ανταλλαγής επ’ αυτών απόψεων, προκειμένου ίνα υποβάλη τον επί ενός εκάστου των θεμάτων καταρτισθέντα φάκελον, τη Α΄ Προσυνοδική Πανορθοδόξω Διασκέψει, διά τα περαιτέρω.
2. Εξέφρασε την επιθυμίαν, όπως η Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας Μεγάλης Συνόδου προβή, μετά την 1ην Νοεμβρίου εις την δημοσίευσιν των υπό της Διορθοδόξου Επιτροπής καταρτισθέντων εισηγητικών κειμένων και την εν μεταφράσει κυκλοφορίαν αυτών, και αναζητήση τρόπους εκφράσεως ενδεχομένων επ’ αυτών σκέψεων, εφ’ ων οφείλει αύτη να ενημερώνη τα μέλη της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής.
3. Απεφάσισεν όπως εκφράση τω Οικουμενικώ Πατριάρχη την ευχήν, όπως ούτος, τη συνεννοήσει μετά των Προκαθημένων των επί μέρους Εκκλησιών, μεριμνήση διά την σύγκλησιν της Α΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, το πρώτον δεκαπενθήμερον του Ιουλίου του προσεχούς έτους 1972.
4. Απεφάσισεν όπως συνέλθη επ’ ολίγας ημέρας προ της Προσυνοδικής Διασκέψεως η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή, προκειμένου ίνα προβή εις την ενδεχομένην αξιολόγησιν των γενησομένων εν τω μεταξύ παρατηρήσεων επί των κειμένων τούτων και εισηγηθή, ει ήθελε δεήσει, τα προσήκοντα τη Προσυνοδική Διασκέψει.
5. Απεφάσισεν ωσαύτως όπως εκφράση αρμοδίως ταις Εκκλησίαις την ευχήν τηρήσεως των υπό της Δ΄. Πανορθοδόξου Διασκέψεως προβλεπομένων χρονικών ορίων εν τω όλω σταδιακώ Προπαρασκευαστικώ της Συνόδου έργω, και
6. Εξέφρασεν ομοφώνως την επιθυμίαν, όπως η Α΄ Προσυνοδική Πανορθό-δοξος Διάσκεψις προβή εις την αναθεώρησιν του υπό της Α΄. Πανορθο-δόξου Διασκέψεως της Ρόδου (1961) καταρτισθέντος καταλόγου θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας»[1].
Α΄. Αναπροσαρμογή των περί Νηστείας Εκκλησιαστικών Διατάξεων συμφώνως ταις απαιτήσεσι της συγχρόνου εποχής
Για το θέμα αυτό «η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή διαπιστοί, ότι οι πλείστοι των πιστών εν τη σημερινή κοινωνία δεν τηρούν πάσας τας περί νηστείας διατάξεις, λόγω των συγχρόνων συνθηκών ζωής και των δυσκολιών αυτής.
Πάντα ταύτα επιβάλλουν όπως η νηστεία καταστή ηπιωτέρα και όπως συντομευθή χρονικώς. Τούτο δε, ίνα μη δημιουργούνται προβλήματα συνειδήσεως εκ της παραβάσεως των αυστηρών εκκλησιαστικών διατάξεων, δηλητηριάζοντα την πνευματικήν ζωήν των πιστών.
Η μεταβολή των σήμερον ισχυόντων εν σχέσει προς την νηστείαν δεν προσκρούει εις τας περί νηστείας αρχάς. Αι διαφοραί αι υφιστάμεναι εις την αρχαίαν Εκκλησίαν ως προς την διάρκειαν της νηστείας ή το είδος της τροφής, ως και η εξέλιξις της νηστείας, δεν έθετον υπό αμφισβήτησιν την σωτηρίαν των πιστών. «Όρα μη τις σε πλανήση από ταύτης της οδού της διδαχής… ει μεν γαρ δύνασαι βαστάσαι όλον τον ζυγόν του Κυρίου, τέλειος έση, ει δ’ ου δύνασαι, ο δύνη τούτο ποίει. Περί δε της βρώσεως, ό δύνασαι βάστασον…»[2].
Το δικαίωμα της τροποποιήσεως των περί νηστείας διατάξεων και της προσαρμογής αυτών προς τας απαιτήσεις της εποχής ανήκει εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, λαβούσα υπ’ όψιν την περί του θέματος εισήγησιν της Σερβικής Εκκλησίας, τας παρατηρήσεις των Εκκλησιών της Κύπρου και της Τσεχοσλοβακίας και κατόπιν συζητήσεως προτείνει διά τα περαιτέρω τα εξής:
1. Πάσας τας περί νηστείας ισχυούσας σήμερον διατάξεις τηρούσιν ανελλιπώς οι μοναχοί, και όσοι εκ του Ιερού κλήρου και του ευσεβούς Λαού επιθυμούν και δύνανται να πράξωσι τούτο.
2. Διά τους λοιπούς χριστιανούς, τους έχοντας δυσκολίας εν τη τηρήσει των ισχυουσών αυστηρών διατάξεων περί νηστείας, λόγω ειδικών συνθηκών, επικρατουσών εκασταχού, από τε πλευράς κλίματος ή τρόπων ζωής ή δυσκολιών διαίτης και εξευρέσεως των καταλλήλων νηστησίμων κ.λ.π., προσέτι δε και επί τω σκοπώ ίνα μη καταλυθή παρά τω Λαώ του Θεού ο ιερός θεσμός της νηστείας, προτείνει και τα ακόλουθα:
3. Aι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δύνανται να προβαίνωσιν εις μερικήν κατάλυσιν αρτυσίμων τροφών προς διευκόλυνσιν των χριστιανών, η δε κατάλυσις αύτη δένον να εκλαμβάνηται ως βαθμιαία ελάφρυνσις αναλόγως των περιστάσεων, ως επιείκεια ή ηπιωτέρα μορφή νηστείας.
4. Προτείνει όπως τηρείται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής καθ’ όλον το έτος, αλλά με κατάλυσιν ελαίου και ιχθύων, πλην των συμπεριλαμ-βανομένων εις το χρονικόν διάστημα των νηστειών. Εξαιρούνται της διατάξεως αυτής η Τετάρτη και η Παρασκευή, εάν κατ’ αυτάς εορτάζωνται η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού, η αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου, η παραμονή των Θεοφανείων, και αι Τετάρται και Παρασκευαί της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
5. Ισχύουν αι περί καταλύσεως της νηστείας διατάξεις του τυπικού της Τετάρτης και Παρασκευής των εβδομάδων εκείνων, καθ’ ας καταλύεται η νηστεία. Κατάλυσις πάντων επιτρέπεται ωσαύτως και καθ’ όλας τας Τετάρτας και Παρασκευάς του διαστήματος από της Κυριακής του Θωμά μέχρι της Αναλήψεως.
6. Η διάρκεια της Νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να διατηρηθή ως έχει, κατά τας διατάξεις του Πασχαλίου και του Τυπικού. Να διατηρηθούν αι ισχύουσαι διατάξεις, όσον αφορά εις την ποσότητα και το είδος της τροφής, κατά την πρώτην εβδομάδα και την εβδομάδα των Παθών. Τας λοιπάς ημέρας, από της β΄. εβδομάδος των Νηστειών μέχρι της Κυριακής των Βαϊων συμπεριλαμβανομένης, να επιτραπή η κατάλυσις ιχθύων και ελαίου εκτός Τετάρτης και Παρασκευής (ίδε 4).
7. Περί της Νηστείας των Χριστουγέννων η Διορθόδοξος Προπαρασκευα-στική Επιτροπή προτείνει δύο τινά α) ή να συντμηθή αύτη εις το ήμισυ (20 ημέρας), αρχομένη την επομένην της εορτής της Αγίας Βαρβάρας και καθ’ όλο το διάστημα να επιτρέπηται η κατάλυσις ιχθύων και ελαίου, εκτός των τελευταίων 5 ημερών αυτής, μη καταλυομένων κατ’ αυτάς ιχθύων και ελαίου, ή β) να παραμείνη αύτη 40νθήμερος, καταλυομένων ιχθύων και ελαίου καθ’ όλας τας ημέρας πλην των τριών πρώτων και των τριών τελευταίων ημερών, καθ’ ας δέον να τηρήται αυστηρά η νηστεία.
8. Η Νηστεία των Αποστόλων να περιορισθή εις 8 ημέρας προ της εορτής όταν μεταξύ της Κυριακής των Αγίων Πάντων και της εορτής των Αποστόλων περιλαμβάνεται χρονικόν διάστημα πλέον των 8 ημερών. Κατά την νηστείαν ταύτην να επιτρέπηται η κατάλυσις ιχθύων και ελαίου.
9. Η Νηστεία του 15/Αυγούστου, ως προς την διάρκειαν της να διατηρηθή, ως έχει, να επιτραπή όμως η κατάλυσις ιχθύων και ελαίου πάσας τας ημέρας, εκτός Τετάρτης και Παρασκευής.
10. Εάν αι εορταί των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου τύχουν Τετάρτην ή Παρασκευήν να καταλύεται η νηστεία, καθ’ όσον προ αυτών προηγήθη νηστεία διά τον εορτασμόν της εορτής.
Εάν και εφ’ όσον η Πανορθόδοξος Προπαρασκευαστική Διάσκεψις δεχθή τα προτεινόμενα, να διαφωτισθή ο λαός καταλλήλως περί των τροποποιήσεων.
Β΄.Κωλύματα Γάμου
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως προς το θέμα «Κωλύματα Γάμου», μελετήσασα το όλον πρόβλημα και την σημερινήν πράξιν εν ταις κατά τόπους Εκκλησίαις, κατέληξεν εις τα εξής πορίσματα:
Η Επιτροπή εστηρίχθη κυρίως επί των σχετικών εισηγήσεων των Αγιωτάτων Εκκλησιών Ρωσίας και Ελλάδος, επί των παρατηρήσεων τας οποίας διετύπωσαν επί του αυτού θέματος αι Αγιώταται Εκκλησίαι Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Πολωνίας και Τσεχοσλοβακίας, ως και επί των εν ολομελεία διατυπωθεισών απόψεων των Ορθοδόξων Αντιπροσωπειών.
Εκ των κωλυμάτων γάμου, άτινα περιλαμβάνονται εις τας ανωτέρω εισηγήσεις και παρατηρήσεις η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή επέλεξε τα κάτωθι, εφ’ ων έστρεψεν ιδιαιτέρως την προσοχήν αυτής, ως απασχολούντων κατ’ εξοχήν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν σήμερον, προτείνουσα την περαιτέρω έρευναν και εισήγησιν περί τούτων υπό της Α΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως.
Εν γένει δε παρατηρεί ότι, όσον αφορά εις τα Κωλύματα του Γάμου πρέπει η Εκκλησία να λαμβάνη υπ’ όψιν και τας διατάξεις της εκασταχού Κρατικής Νομοθεσίας, τας αναφερομένας εις ταύτα και τούτο, ως εικός, μέχρι του ανεκτού ορίου από πλευράς εκκλησιαστικής.
1. Γάμος μεταξύ Ορθοδόξων
α. Προκειμένου περί εξ αίματος συγγενείας δύναται να γίνη συγκατάβασις μέχρι του 5ου βαθμού συμπεριλαμβανομένου[3] εάν συντρέχωσι προς τούτο ειδικοί λόγοι.
β) Όσον αφορά εις την εξ αγχιστείας συγγένειαν να επιτρέπηται ο γάμος κατ’ οικονομίαν μέχρι του 5ου βαθμού συμπεριλαμβανομένου[4] και να κωλύεται απολύτως ο 4ου βαθμού γάμος συμφώνως τη αρχαία κοινώς παραδεκτή παραδόσει.
γ) Ως προς την εξ υιοθεσίας συγγένειαν δέον, όπως κωλύεται ο γάμος μέχρι και του 2ου βαθμού, ήτοι ο γάμος του υιοθετήσαντος ή των κατιόντων αυτού μετά του υιοθετηθέντος.
δ) Προκειμένου περί της εκ βαπτίσματος συγγενείας δέον, όπως κωλύεται ο γάμος μέχρι και του 2ου βαθμού[5], ήτοι ο γάμος του αναδόχου μετά της αναδεκτής ή της μητρός αυτής και αντιθέτως, της αναδόχου μετά του αναδεκτού ή του πατρός αυτού.
ε) Εις ό,τι αφορά την εκ τριγενείας συγγένειαν δέον, όπως αποκλείεται ο 1ου βαθμού συγγενείας γάμος, αν και τούτο δεν απετέλει πάντοτε απόλυτον κώλυμα γάμου. Παρά ταύτα, η τυχόν πλήρης αδιαφορία της Εκκλησίας περί της εκ τριγενείας συγγενείας θα απέβαινεν επιζημία διότι θα παρείχετο η εντύπωσις, ότι άνευ λόγου αθετούνται παραδόσεις.
στ) Ως προς την Ιερωσύνην, κατά την ισχύουσαν κανονικήν τάξιν, απαγορεύεται η σύναψις γάμου παντός προσώπου προσκτησαμένου την ιερωσύνην εις πάντα της χειροτονίας βαθμόν[6].
Ουχ ήττον η Επιτροπή, έχουσα υπ’ όψιν την ενεστώσαν κατάστασιν εν τισιν εκ των επί μέρους Εκκλησιών και τας υπαρχούσας ποιμαντικάς ανάγκας εκασταχού, φρονεί ότι είναι συμφέρον διά την Εκκλησίαν, όπως αύτη επιληφθή του ζητήματος εκ της πλευράς του μετά την χειροτονίαν γάμου του α΄. βαθμού ιερωσύνης, ήτοι των διακόνων, και προβεί εις την εξέτασιν του όλου θέματος με ευμενή πρόσκλησιν υπέρ του δυνατού γενέσθαι, κατά το πνεύμα των κανόνων και της αρχαίας πράξεως της Εκκλησίας, ίνα μη αραιώνται αι τάξεις του ιερού Κλήρου.
ζ) Προκειμένου περί της μοναχικής κουράς αύτη αποτελεί απόλυτον κώλυμα γάμου[7]. Μοναχοί αυτομολήσαντες της μοναχικής Αδελφότητος και απολαβόντες αυθαιρέτως την ιδιότητα του μοναχού ή ακουσίως και κατ’ ανάγκην, δύνανται να έλθωσιν εις γάμον εφ’ όσον μεταταχθώσιν εις την τάξιν των λαϊκών δι’ αποφάσεως εκκλησιαστικής.
η) Ως προς τον υφιστάμενον γάμον ούτος αποτελεί απόλυτον κώλυμα συνάψεως ετέρου γάμου, πρίν ή αμετακλήτως λυθή ή ακυρωθή ο υφιστάμενος γάμος. Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποκρούει τον 4ον γάμον απολύτως και κατά τρόπον αποκλειστικόν και κατηγορηματικόν.
θ) Τέλος, όσον αφορά εις το κατώτατον και ανώτατον όριον ηλικίας καλόν είναι να πληρώνται αι κατά τόπους νομικαί διατάξεις της Πολιτείας.
2. Μικτοί Γάμοι
α. Μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων
Ως προς τους μικτούς γάμους διετυπώθησαν αι ακόλουθοι απόψεις
1. Η Εκκλησία Ρωσίας αποδέχεται ότι ο «ο καθαγιασμός του γάμου δι’ εκκλησιαστικού στεφανώματος ορθοδόξων χριστιανών μετά χριστιανών ετεροδόξων δύναται να γίνη εν περιπτώσει καθ’ ην η μη Ορθόδοξος πλευρά αναγνωρίζει την σημασίαν των ευλογιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Ρωσίας ωσαύτως, μετά την Ρωμαιοκαθολικήν απόφασιν περί αναγνωρίσεως του εγκύρου των γάμων μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, των τελουμένων υπό ορθοδόξου ιερέως, έλαβεν απόφασιν περί αναγνωρίσεως του εγκύρου των μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, τελουμένων υπό ειδικάς συνθήκας, κατόπιν ευλογίας του ορθοδόξου Επισκόπου, ενώπιον Ρωμαιοκαθολικού ιερέως.
2. Η Εκκλησία της Ελλάδος φρονεί, ότι καλόν είναι να αποφεύγονται και αποτρέπωνται οι μικτοί γάμοι, αδιακρίτως Εκκλησιών και Ομολογιών, και να επιτρέπωνται μόνον εάν συντρέχωσιν ειδικοί λόγοι.
3. Η Εκκλησία της Πολωνίας εισηγείται όπως, κατά το πνεύμα της εννοίας του Οικουμενισμού και επί τη βάσει των τοπικών διομολογιακών σχέσεων, γίνωνται δεκτοί μικτοί γάμοι μεθ’ όλων των βεβαπτισμένων.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή φρονεί, ότι θα ήτο ευκταία η επί τη βάσει των ως άνω προτάσεων λήψις αποφάσεως επί του φλέγοντος θέματος των μικτών γάμων υπό της Α΄. Προσυνοδικής Διασκέψεως.
Επειδή όμως, ως αποδεικνύει η επί του θέματος εφαρμοζομένη διαφορότροπος πράξις υπό των διαφόρων κατά τόπους Εκκλησιών, το πρόβλημα τούτο δεν προϋποθέτει πάντοτε ενιαίαν ορθόδοξον άποψιν, ευκταίον είναι, όπως η Α΄ Προσυνοδική Διάσκεψις αφήση σχετικήν ελευθερίαν επιλύσεως του θέματος επί τη βάσει των υφισταμένων κατά τόπους συνθηκών. Προς τούτο βεβαίως απαιτείται ακριβεστέρα, κατά δύναμιν, εκτίμησις της χριστιανικής κληρονομίας των μη ορθοδόξων Εκκλησιών και αξιολόγησις της ενεστώσης αυτών καταστάσεως, ώστε να γίνηται εκκλησιολογική διάκρισις μεταξύ των μη Ορθοδόξων χριστιανών.
Β. Μικτοί Γάμοι μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροθρήσκων ή απίστων
Εν προκειμένω διετυπώθησαν αι ακόλουθοι απόψεις:
1. Η Εκκλησία Ρωσίας διαπιστοί ότι οι μικτοί γάμοι απαγορεύονται υπό του 72ου κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, εν τούτοις όμως φρονεί ότι «αι σύγχρονοι συνθήκαι υπάρξεως της Εκκλησίας του Θεού επί της γης απαιτούν επιμόνως εν τω ζητήματι μικτών γάμων των Ορθοδόξων Χριστιανών μετά των μη Χριστιανών την επιστροφήν εις την εκκλησιαστικήν πράξιν των τριών πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού», κατά τους οποίους η Εκκλησία επομένη τω Αποστόλω Παύλω[8], «εφέρετο συγκαταβατικώς προς μικτούς γάμους». Ωσαύτως «εις τους παλαιοτάτους κανόνας δεν υπάρχουν απαγορευτικαί διατάξεις εν προκειμένω».
2. Κατά την Εκκλησία της Κύπρου απαγορεύεται η σύναψις γάμου μεταξύ χριστιανών και αλλοθρήσκων[9].
3. Η Εκκλησία της Ελλάδος φρονεί, ότι επί του ζητήματος του γάμου μετά ετεροθρήσκων η Προσυνοδική Διάσκεψις θα ηδύνατο να δεχθή και να εφαρμόση οικονομίαν.
4. Η Εκλησία της Πολωνίας προτείνει όπως «τεθή προς συζήτησιν η δυνατότης ευλογίας του ενός των συζευγνημένων εις περιπτώσεις κατά τας οποίας έν μέλος είναι άπιστον».
5. Η Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας αδυνατεί να ευλογήση τον γάμον μεταξύ Ορθοδόξου χριστιανού και μη χριστιανού (Εβραίου, Μωαμεθανού κ.τ.λ.).
Η Επιτροπή λαμβάνουσα υπ’ όψιν τας ως άνω θέσεις των διαφόρων αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, και μετ’ επισταμένην μελέτην της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας, καθ’ ην ο γάμος μεταξύ ορθοδόξου πιστού και ετεροθρήσκου ή απίστου νοείται μόνον μετά την εισδοχήν του ετεροθρήσκου ή απίστου εις την Εκκλησίαν, προτείνει όπως αφ’ ενός μεν μελετηθώσιν οι δυνατοί να υπάρξωσιν τρόποι εφαρμογής της οικονομίας επί του προκειμένου, αφ’ ετέρου δε αφεθή, εν τω μεταξύ τούτω χρόνω, εις την ελευθερίαν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών το αποφασίζειν περί της εφαρμογής της οικονομίας εν περιπτώσεσιν ανάγκης.
Γ΄. Ημερολογιακόν ζήτημα
Μελέτη του ζητήματος εν αναφορά προς την περί Πασχαλίου απόφασιν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρευσις τρόπου προς αποκατάστασιν συμπράξεως μετά των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω.
Ο εορτασμός του Πάσχα θα έδει να είναι ταυτόχρονος δι’ όλην την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, ήτοι την πρώτην Κυριακήν μετά την πρώτην πανσέληνον, μετά την εαρινήν ισημερίαν.
……Το γε νύν έχον, κατά την γνώμην των ειδικών αστρονόμων το νέον- ορθόδοξον ημερολόγιον είναι ακριβέστερον ή το παλαιόν. Όθεν, η καλυτέρα οδός προς λύσιν του ημερολογιακού- πασχαλίου προβλήματος είναι η υπό πασών των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών αποδοχή του νέου – ορθοδόξου ημερολογίου, ως προς τας ακινήτους εορτάς και ως προς το Πασχάλιον. Η συνοδική πανορθόδοξος απόφασις περί ενιαίου ημερολογίου και ενιαίου Πασχαλίου θα δεήση να είναι υποχρεωτική διά πάσας τας επί μέρους τοπικάς Ορθοδόξους Εκκλησίας.
…..Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή μετ’ ευχαριστήσεως επισημαίνει το κατά αγαστήν συνήθειαν επικρατήσαν έθος, καθ’ ο εν τισι περιοχαίς, ένθα μία επί μέρους Ορθόδοξος Εκκλησία εφαρμόζει το Εορτολόγιον και Πασχάλιον κατά το Νέον Ορθόδοξον Ημερολόγιον και υπάρχουσι παρ’ αυτή Κοινότητες ή παροικίαι ετέρας Εκκλησίας, ακολουθούσης το παλαιόν Ημερολόγιον και Πασχάλιον, αι τελευταίαι αύται προσαρμόζονται προς το επιτοπίως κρατούν σύστημα. Τούτο ισχύει και τανάπαλιν. Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή συνιστά, όπως το έθος τούτο γενικευθή παρά πάσας ταις Εκκλησίαις, ως πρώτον βήμα εν των από κοινού εορτασμώ του Πάσχα.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή συνιστά επίσης την από κοινού μετά των μη Ορθοδόξων χριστιανών μελέτην των περί ημερολογίου και πασχαλίου ζητημάτων, ίνα επιτευχθή εις το μέλλον ο υπό πάντων επιθυμητός ταυτόχρονος εορτασμός των μεγάλων χριστιανικών εορτών υφ’ όλου του χριστιανικού κόσμου»[10].
Δ΄. Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία
…..Οι όροι «ακρίβεια» και «οικονομία» χρησιμοποιούνται συνήθως εν τη θεολογική ορολογία διά να εκφράσωσι δύο διαφόρους θέσεις, ας λαμβάνει η Εκκλησία εν τη χρήσει των α κέκτηνται μέσων της σωτηρίας.
Ο μεν όρος «ακρίβεια» εκφράζει την υπό της Εκκλησίας πιστήν τήρησιν των κανονικών διατάξεων προς πάντα πιστόν.
…. Ο δε όρος «οικονομία» εκφράζει την πλήρη αγάπης στάσιν της Εκκλησίας έναντι των μελών αυτής, άτινα παραβαίνουν τας κανονικάς διατάξεις αυτής…. ως και έναντι των εκτός αυτής χριστιανών, των επιθυμούντων όπως προσέλθωσιν εις τους κόλπους αυτής.
…..Τούτου όντος του σκοπού της χρήσεως της οικονομίας εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, δύο υπήρξαν οι πόλοι περί τους οποίους περιεστράφη αύτη ως πράξις εκκλησιαστική
1. Ως πρώτον απαραίτητον στοιχείον προς εφαρμογήν της οικονομίας προς τους εκτός της Ορθοδοξίας ισταμένους χριστιανούς ελαμβάνετο υπ’ όψιν ο βαθμός και η έκτασις της εγγύτητος προς την πίστην, την διδασκαλίαν και την παρεχομένην μυστηριακήν χάριν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκείνων προς ους θα ησκείτο η οικονομία.
2. Ως δεύτερον εξ ίσου απαραίτητον στοιχείον εθεωρείτο η αξιολόγησις των αισθημάτων υφ’ ών ενεπνέοντο ούτοι προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και δη αφ’ ενός μεν δι’ όσων έπραττον ούτοι θετικά ή απέφευγον να πράξωσιν αρνητικά προς την Ορθοδοξίαν, αφ’ ετέρου δε και διά του ζήλου ον επεδείκνυον, εποσήμως ή επί το ατομικώτερον, όπως ενταχθώσι και ενωθώσιν εις το σώμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας»[11].
[1] «Απόστολος Βαρνάβας», Τεύχος 1, σελ. 30 – 32, 1972, Λευκωσία.
[2] Διδαχή 12, Αποστ. VI, 1 – 3.
[3] καν. 54 Πενθ.
[4] καν. 54 Πενθ.
[5] καν. 53 Πενθ.
[6] καν. 3 Πενθ.
[7] καν. 34 Πενθ.
[8] Α΄. Κορινθ. Ζ΄., 12 – 14, 16.
[9] καν. 14, Δ΄. Οικουμ. Συνόδου.
[10] Μιτσίδη Α., Α΄. Διάσκεψις της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 11, σελ. 473 – 481, 1971, Λευκωσία, τεύχος 1, σελ. 28 – 32, 1972, τεύχος 3, σελ. 94 – 115, 1972, τεύχος 5, σελ. 165 – 178, 1972
[11] στο ίδιο περιοδικό τεύχος 7, σελ. 220 – 234, 1972.