του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Στην τελευταία Σύναξη Κορυφής των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών πρίν ένα χρόνο στο Φανάρι, για την επιτυχία της Πανορθόδοξης Συνόδου που θα γίνει, Θεού θέλοντος, το επόμενο έτος, για να προστατευθεί η ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών αποφασίσθηκε να μη εξετασθούν θέματα που υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις όπως είναι τα θέματα της Διασποράς, του Αυτοκεφάλου και των Διπτύχων. Συμφώνησαν δηλαδή να εξετασθούν θέματα που εκ των προτέρων θα γνωρίζουμε ότι υπάρχει πλήρης συμφωνία, και καλά κάνουν, μέχρι το Άγιο Πνεύμα μας φωτίσει να έχουμε και σ’ αυτά κοινή προσέγγιση.
Τα προβλήματα και τα εμπόδια της ενισχύσεως της ενότητας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών που υπήρχαν παλαιότερα εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε σε ομιλία του το 1972 ο Σεβασμιώτατος Γέροντας Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος, «Περιμένουμε από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας να φανή θαρραλέα, όχι μόνο ως προς τούτο ή το άλλο θέμα της εκκλησιαστικής επικαιρότητος, αλλά κυρίως θαρραλέα ως προς αυτό: αν δηλαδή από τα διάφορα θέματα που θα προβληθούν για συζήτηση, θα επιχειρήσουμε τη μελέτη και τη λύση εκείνων ειδικώτερα, που εμφανίζονται ως τα περισσότερο καφτά για την σημερινή Ορθοδοξία. Λέγοντας «καφτά», δίνουμε στη λέξη αυτή το πραγματικό της νόημα. Η λύση των προβλημάτων αυτών θα βοηθήσει χωρίς άλλο την Ορθοδοξία να βγη από το αδιέξοδο της, οδηγώντας την έτσι στην αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ζωής στον κόσμο και μεταξύ των ομοιογενών θεσμών της χριστιανοσύνης. Θα ανακουφισθούν όμως συγχρόνως και οι ψυχές των πιστών, οι οποίοι περνούν κρίσεις συνειδήσεως και σκανδαλίζονται όταν συναντούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία τους, στην οποία όχι μόνο είναι θεσμικά συνδεδεμένοι, αλλά κυρίως πιστεύουν, καταστάσεις ανώμαλες και μη φυσιολογικές. Θέματα όπως π.χ. της διασποράς, ή της αυτοκεφαλίας, ή και το του εκκλήτου, ως κανονικού και ιστορικού προνομίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ή ακόμη το της ερμηνείας του κη΄ κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου κ.τ.λ., είναι θέματα πραγματικά ακανθώδη, συγχρόνως όμως και σημαντικά, εφ’ όσον οι επιπτώσεις των είναι κάτι περισσότερο από αρνητικές για ολόκληρη την Ορθοδοξία εξ αιτίας του περιπλόκου χαρακτήρος που παρουσιάζουν. Θα πρέπει επομένως, πάση θυσία, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να έχει θάρρος να τα αντιμετωπίσει, να τα μελετήσει εις βάθος και να τα επιλύσει, τούτο δε προς μεγάλη ωφέλεια του Ορθοδόξου πληρώματος και της ίδιας της Ορθοδοξίας»[1].
Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πέρασαν μέσα από μια προσπάθεια να βιώσουν την ορατή ενότητα τους και τη κοινή μαρτυρία τους στον σύγχρονο κόσμο μέσα από τις Πανορθόδοξες διασκέψεις που ακολούθησαν, χωρίς όμως να καταφέρουν να είναι μαζί μέσα από τη λειτουργία μιας μόνιμης Διορθόδοξης Γραμματείας που να συντονίζει την κοινή δράση των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον σύγχρονο κόσμο. Οι Διορθόδοξες δηλαδή Επιτροπές του παρελθόντος όπως και η υφιστάμενη για την ετοιμασία του θεματολογίου της Πανορθόδοξης Συνόδου περιορίζονται στην ετοιμασία κειμένων (εκτός από την διορθόδοξη απόφαση της λειτουργίας των επαρχιακών επισκοπικών συνελεύσεων στην Διασπορά που λειτουργούν και δεν λειτουργούν και την Διορθόδοξη Επιτροπή για θέματα Βιοηθικής που από το 2008 που αποφασίσθηκε πέρασαν επτά χρόνια και δεν έγινε τίποτα)
Τις περισσότερες φορές οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών συναντούνται πλέον εκτάκτως και τυχαίως στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς, Προχαλκηδόνιους, Λουθηρανούς και Παλαιοκαθολικούς ή ακόμη σε διαθρησκειακές συναντήσεις όπου τις περισσότερες φορές προβάλλουμε θέσεις διαφορετικές δίνοντας την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Φωνή της Ορθοδοξίας δεν είναι μία και κοινή, αλλά πολλές και διάφορες και καμμιά φορά αντίθετες, όπως συμβαίνει στον χώρον του Προτεσταντισμού. Τις περισσότερες δηλαδή φορές μέχρι τώρα δεν υπάρχει εκ μέρους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών συνεργασία και προετοιμασία για κοινή τοποθέτηση και δράση σε καίρια ζητήματα της εποχής μας που έχουν σχέση με τον Διεκκλησιαστικό και Διαθρησκειακό Διόλογον, ή ακόμη για κοινωνικά θέματα, όπως το θέμα της ειρήνης, των πολέμων, της φτώχειας, του Περιβάλλοντος, της τρομοκρατίας, της ασθένειας τους έϊτς κι άλλων συναφών ανθρωπιστικών προβλημάτων. Υπάρχουν πάντοτε πολύ σημαντικές διακηρύξεις στις συναντήσεις των Προκαθημένων μας, αλλά απουσιάζουν πρωτοβουλίες για κοινή ορθόδοξη δράση.
Δυστυχώς, επαναλαμβάνω με κατηγοριματικότητα ότι, οι Ορθόδοξοι όταν συμμετέχουν σε ένα εκκλησιαστικό διάλογο ή σε μια διαθρησκειακή συνάντηση δεν συναντούνται προηγουμένως για να έχουν κοινές θέσεις, και εκεί που το κάνουν από ανάγκη όπως είναι ο χώρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, απλώς τις περισσότερες φορές διαπιστώνουν τις διαφωνίες τους.
Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να είμαστε αισίοδοξοι για το αντίθετο, για τις θετικές προοπτικές της Ορθοδοξίας. Το πνεύμα αυτό το εκφράζει ο μακαριστός Καθηγητής Νίκος Ματσούκας, ο οποίος τονίζει ότι «Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι θεολόγοι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα προβλήματα και τη φύση αυτών που κάθε τόσο αντιμετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, επιδιώκοντας να παραμερίσει τις επιμέρους αναφυόμενες εθνικές διαφορές και τις υπερβάσεις των δικαιοδοσιών, προκειμένου η ενότητα των αυτοκεφάλων εκκλησιών να αποτελεί αμετακίνητη πραγματικότητα. Οι απόψεις των Θεολόγων ποικίλλουν, αλλά και οι πιο ακραίοι στις απόψεις τους – όπως είναι λόγου χάρη ο ρωμαιοκαθολικός B. Schultze που βλέπει μεγάλη, σχεδόν ανίατη, αδυναμία στην Ορθόδοξη Εκκλησία γιατί αυτή δεν έχει κεντρική αυθεντία – δεν παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η ενότητα στην πίστη και στην αγάπη μεταξύ των αυτοκέφαλων Εκκλησιών δεν κλονίζεται επικίνδυνα. Κατά τον Ernst Benz[2] άλλωστε τα αδύνατα σημεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως είναι οι πολιτικές πιέσεις στις επιμέρους επικράτειες, ο εθνικισμός και οι διεκδικήσεις στη περιοχή της δικαιοδοσίας, δεν αποτελούν ανυπέρβλητες δυσχέρειες που μπορούν να προξενήσουν ανεπανόρθωτη βλάβη στην ενότητα της…
Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις και εντάσεις ανάμεσα στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, ο ερευνητής δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει το αναντίρρητο γεγονός ότι η ενότητα κατά την πίστη και την αγάπη δεν αλλοιώνεται σοβαρά από την εξωτερική αυτή φθορά που πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα φυσικό αποτέλεσμα της αμαρτωλότητας και της κακοήθειας των ιστορικών πραγμάτων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν από την ίδια τη φύση της είναι καθολική και οικουμενική, τη στιγμή που, από τη φύση της σχετικότητας των ιστορικών πραγμάτων, διακρίνεται σε επιμέρους τοπικές δικαιοδοσίες. Έτσι πράγματι αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα στον κατακερματιζόμενο χωρίς ενότητα Προτεσταντισμό, και στον εγκλωβιζόμενο σε μια συγκεντρωτική ενότητα Ρωμαιοκαθολικισμό. Στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας λοιπόν αντανακλάται το πρότυπο της αρχαίας Αποστολικής Παράδοσης. Γι’ αυτό ακριβώς η ευθύνη της Ορθοδοξίας απέναντι στην υπόλοιπη Χριστιανοσύνη είναι μεγάλη, άλλωστε στην πράξη οφείλει να δείχνει ξεκάθαρα πως όλες οι εντάσεις και οι φθορές δεν μπορούν να βλάψουν την ενότητα της και επομένως το κύρος της παρουσίας και μαρτυρίας της, αρκεί να υπάρχει ενότητα στην πίστη και στην αγάπη. Τότε μονάχα και δίχως κενολογίες και άλλες υποκριτικές εκφράσεις μπορεί να είναι η διάδοχος των τοπικών εκκλησιών της αποστολικής και μεταποστολικής εποχής, γνήσιος φορέας και συνεχιστής της χριστιανικής Αποκάλυψης…..Πικρή είναι η γνώση και η πείρα των Ορθοδόξων από την ένταση των Πατριαρχείων Μόσχας και Κωνσταντινούπολης, κυρίως κατά την δεκαετία 1950 – 60, από τις πικρές σχέσεις της Ρωσικής Εκκλησίας προς την Υπερόριο Ρωσική Εκκλησία και από τις διαφοροποιήσεις, που φτάνουν ως την ανεξαρτοποίηση μερικές φορές, των θεολογικών απόψεων μερικών μερίδων και παρατάξεων μέσα στον Ορθόδοξο χώρο. Ωστόσο στη διάρκεια της ιστορίας των Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν έχουμε πικρές και τόσο σοβαρές εντάσεις που να σημαίνουν το θάνατο της ενότητας στην πίστη και στην αγάπη. Την κατάσταση αυτή, που δεν είναι πάντοτε αυτονόητη, οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησία να τη διατηρεί αλώβητη μέσα σε φωτιά και δάκρυα.
Μια άλλη γόνιμη παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο κόσμο των Χριστιανών, ακόμη και των αλλόθρησκων, είναι η διασπορά. Πρόκειται για μια δημιουργική εισβολή στο χώρο του χειραφετημένου πολιτισμού που ολοένα και χάνει τον εμπορισμό του από κάθε ‘μεταφυσική’ ιερότητα. Έτσι η εκκλησιαστική δραστηριότητα της διασποράς δεν δίνει μονάχα την ενότητα σε κάθε εθνική ομάδα, αλλά συνάμα αποτελεί και υπόδειγμα χριστιανικής ενότητας μέσα στον κόσμο των ετεροδόξων. Η σύγχρονη οικουμενική κίνηση παίρνει έναν ιδιαίτερο χρωματισμό από κάθε Ορθόδοξη διασπορά μέσα στον ευρωπαϊκό, τον αμερικανικό και γενικώτερα τον διηπειρωτικό χώρο. Γι’ αυτό, λόγου χάρη, στο χώρο της Ορθόδοξης Διασποράς, ανεξάρτητα από τα ποικίλα προβλήματα του καιρού μας και τις διασπαστικές τάσεις, βρίσκει κανείς πιο ζωντανά οικουμενικά βιώματα και οι λατρευτικές εκδηλώσεις των Ορθοδόξων έχουν δώσει ερεθίσματα στους ετερόδοξους ερευνητές να ασχοληθούν θετικά ή αρνητικά με την ορθόδοξη ευσέβεια και πνευματικότητα»[3].
[1] Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδη, Ορθόδοξοι Κατόψεις, τόμος Β΄., Εκδόσεις Τέρτιος – Κατερίνη, 1991, σελ. 173 – 174.
[2] Καλογήρου Ιωάννου, Έννοια της οικουμενικότητος της Ορθοδοξίας εν σχέσει προς τας εθνικάς αυτοκεφάλους εκκλησίας, σελ. 242 – 250.
[3] Νίκου Ματσούκα, Οικουμενική Κίνηση, Ιστορία – Θεολογία, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 228 – 231.