Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλά κείμενα του οσίου Φιλοθέου που αναφέρονται στις αιρέσεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού και σε άλλες, στις προσπάθειες του πατριάρχου Αθηναγόρα για ένωση των «εκκλησιών» και στους θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς. Οι γνώμες του αποκτούν ενισχυμένη επικαιρότητα γιατί έχει ήδη εξαγγελθή και θα πραγματοποιηθεί στα Ιεροσόλυμα στις 25 Μαίου συνάντηση του πατριάρχου Βαρθολομαίου με τον πάπα Φραγκίσκο, επί τη επετείω των πενήντα ετών από την συνάντηση του πατριάρχου Αθηναγόρα με τον πάπα Παύλο Στ´ τον Ιανουάριο του 1964.
Η συνάντηση εκείνη επικρίθηκε δικαιολογημένα από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, τον από Φιλίππων, πολλούς αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Άγιον Όρος, και από τον Γέροντα Φιλόθεο. Καί ενώ σήμερα τα φιλοπαπικά και οικουμενιστικά ανοίγματα, μετά από πενήντα χρόνια, είναι ασυγκρίτως χειρότερα, λόγω της οικουμενιστικής διαβρώσεως και αλλοτριώσεως δεν αναμένονται δυστυχώς ανάλογες αντιδράσεις.
Εμείς όμως ας ακούσουμε τις φωνές των παλαιών, που εκφράζουν την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας και το φρόνημα των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων, ας δούμε τι λέγει για τα θέματα αυτά ο όσιος Φιλόθεος. Ευτυχώς για τον ερευνητή και μελετητή βρίσκονται αυτά καταχωρισμένα και ομαδοποιημένα στους δύο ογκώδεις τόμους των εκδόσεων της «Ορθοδόξου Κυψέλης», αλλά και συγκεντρωμένα σε ένα ειδικό μικρό βιβλίο που εξέδωσε ο ίδιος εκδοτικός οίκος το 2007 με τίτλο ≪Επίκαιρα κείμενα ΟρθοδόξουΟμολογίας και πατερικής γραμμής για την αίρεση του Παπισμού και την ένωση των εκκλησιών≫.
Το συνοπτικώτερο και περιληπτικώτερο όλων είναι ένα γράμμα που έστειλε ο όσιος Φιλόθεος προς τον πατριάρχη Αθηναγόρα, στο οποίο του επισημαίνει τους κινδύνους από τις αντικανονικές και αντιπαραδοσιακές του πρωτοβουλίες για την ένωση των «εκκλησιών».
Το κείμενο εγράφη μετά τη συνάντηση πατριάρχου και πάπα στα Ιεροσόλυμα τον Ιανουάριο του 1964. Επισημαίνει κατ᾽ αρχήν ότι είχε σκοπό να γράψει ενωρίτερα ≪εξ αφορμής των εσπευσμένων και αδιστάκτων ενεργειών≫ του Αθηναγόρα για την ένωση ≪της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας μετά της κακοδόξου Παπικής≫. Δείχνει από την αρχή ποια είναι η γνώμη του για την Ρώμη, την εκκλησία την οποίαν ονομάζει «παπική» και «κακό δοξη», δηλαδή αιρετική, όπως το λέγει σαφέστερα και αυστηρότερα στη συνέχεια και σε άλλα κείμενα. Ανέβαλε να γράψει, διότι ήδη είχαν γράψει επιφανείς ιεράρχες, εκλεκτοί κληρικοί, ευσεβέστατοι καθηγηταί, ενάρετοι μοναχοί και λαικοί, λόγιοι και διανοούμενοι εναντίον της ≪βεβιασμένω τω τρόπω και δουλι κω ψευδοενώσεως≫. Οι εξ αιτίας των αμαρτιών των Ελλήνων, κληρικών και λαικών, εθνικές συμφορές έπρεπε να συνετίσουν τον πατριάρχη και, αντί να προωθεί την παράτολμη και ψυχοβλαβέστατη απόφασή του για ένωση με τον πάπα, έπρεπε να προσπαθήσει να ενώσει προηγουμένως τα διεστώτα μέσα στην Εκκλησία της Ελλάδος, να επαναφέρει την ενότητα στην Εκκλησία μας, μετά από το σχίσμα και την διαίρεση που προκάλεσε ≪η απρομελέτητος, άσκοπος, άκαιρος και διαβολική καινοτομία, ήτοι η εισαγωγή του Γρηγοριανού (Παπικού) ημερολογίου υπό του μασώνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξά κη, παρασύραντος τον τότε Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομον Παπαδόπουλον≫.
Πριν απ᾽ όλα όμως και πάνω απ᾽ όλα ο ύπατος της Ορθοδοξίας πατριάρχης έπρεπε να κηρύξει μετάνοια σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία και στον αμαρτωλό ελληνικό λαό, να δώσει το σύνθημα της επιστροφής στον Παντοκράτορα Κύριο, να επιδιώξει την φιλία και την ένωση με τον φιλοστοργότατο ουράνιο Πατέρα, διότι η καταφρόνηση των θείων Του εντολών, η ανυπακοή και η αγνωμοσύνη οδηγούν στα σχίσματα και στις διαιρέσεις.
ΑΝΤΙ αυτών των θεαρέστων ενεργειών ο πατριάρχης ενισχύει το σχίσμα και την διαίρεση στην Εκκλησία της Ελλάδος, με το να σπεύδει ≪γοργώ τω βήματι και δουλικώ τω φρονήματι≫ να πραγματοποιήσει την αρχική του ύποπτη απόφαση για ψευδοένωση με τον ψευδοαλάθητο πάπα, ο οποίος μας καλεί ως πεπλανημένους να επιστρέψουμε στην παπική μάνδρα. Επειδή, λοιπόν, εξετίμησε ο όσιος Φιλόθεος ότι τον πατριάρχη δεν τον απασχολεί να επιτύχει, πριν από κάθε άλλη ένωση, την ουσιαστική ένωση και φιλία με τον Τριαδικό Θεό και την επαναφορά της ενότητος στην Ορθόδοξη και πολυπαθή Ελλαδική Εκκλησία, που διαιρέθηκε λόγω του ημερολογίου, αναγκάσθηκε να γράψει το γράμμα φοβούμενος ότι θα αμαρτήσει, εάν σιωπήσει και δεν ομολογήσει την αλήθεια. Καί η αλήθεια είναι ότι άφησε ο πατριάρχης τον λύκο να αρπάζει και να διασκορπίζει τα πρόβατα που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος, και η μόνη του φροντίδα είναι πως ≪παντί σθένει και τρόπω≫ θα επιτύχει την ένωση και την υποταγή και του ιδίου και του ποιμνίου στον πάπα. Το ποίμνιο, όμως είναι λογικό και δεν θα ακούσει πλέον την αλλότρια φωνή του, θα τον ακολουθήσουν μόνον τα εκτός της αυλής του Χριστού πρόβατα, ≪τα εκ της παπικής και λουθηροκαλβινικής μάνδρας, τα ετεροδόξως και κακοδόξως φρονούντα≫.
Ήδη οι Αγιορείτες Πατέρες έδωσαν το καλό παράδειγμα και διέκοψαν το μνημόσυνο του πατριάρχου, υπάρχουν δε μυριάδες Ελλήνων, κληρικών και λαικών, α πο τους οποίους άλλοι απεκήρυξαν και άλλοι είναι έτοιμοι να αποκη ρύξουν τον πατριάρχη, εφ᾽ όσον επιμένει στην ύποπτη και σκόπιμη ψευδοένωση. Πρέπει με θάρρος ο πατριάρχης να πεί στον πάπα και στους άλλους αιρετικούς: Καί εμείς θέλουμε την ένωση και την επιθυμούμε διακαώς. Σας δεχόμαστε ευχαρίστως, αφού προηγουμένως αποβάλετε τις κακοδοξίες και τις πλάνες σας και όσα είναι αντίθετα προς τους Ιερούς Κανόνες και στις Πατερικές παραδόσεις των επτά αγίων Οικουμενικών Συνόδων.
Είναι βέβαια δεδομένο ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, διότι ≪οι Παπικοί εμμένουν πεισμόνως και αμεταθέτως εις τας κακοδοξίας και αυθαιρεσίας των≫, όπως εκτιμά και ο Άγιος Νεκτάριος στο βιβλίο του «Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος… και περί του αδυνάτου ή δυνατού της ενώσεως». Εκεί λοιπόν συμπερασματικά διαπιστώνει ο Άγιος Νεκτάριος ότι ≪εν όσω τα κύρια αίτια του χωρισμού μένωσι τα αυτά, αι δε Εκκλησίαι ανέχονται τα εαυτών, η ένωσις είναι αδύνατος· ίνα θεμελιωθή αύτη, πρέπει να στηρίζεται επί των αυτών αρχών, άλλως πας πόνος μάταιος≫.
ΗΕΝΩΣΗ είναι καλόν να γίνει, αλλά να γίνει όπως την θέλει ο Χριστός, κατά Χριστόν, μακρυά από κάθε κοσμική σκοπιμότητα και κάθε συμβιβασμό. Δεν ωφελεί απλώς μία εξωτερική ένωση, όπως επιδιώχθηκε πολλές φορές και απέτυχε. Ολόκληρη η ιστορία των ενωτικών προσπαθειών από το 1054 μέχρι σήμερα δείχνει ότι επιδιώκεται η υποταγή των Ορθοδόξων στον πάπα. Επί δέκα αιώνες κάνουμε θεολογικό διάλογο μαζί τους, και τα αποτελέσματα των διαλόγων δεν είναι απλώς μηδαμινά, αλλά και αντίθετα προς όσα περιμέναμε. Υπάρχει άλλωστε το λυπηρό γεγονός, που μας καθιστά διστακτικούς, η ύπαρξη και η ενίσχυση από τους πάπες της προβατό σχημης, αρπακτικής και άγριας λύκαινας, της Ουνίας, η οποία δηλητηριάζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Πριν από κάθε ενωτική προσπάθεια έπρεπε ο πατριάρχης να θέσει δύο όρους για την έναρξη των συζητήσεων· την άμεση διάλυση της Ουνίας και την υποχρέωση του πάπα να εγκαταλείψει το πρωτείο και να δεχθεί ότι είναι ισότιμος με τους άλλους πατριάρχες και έτσι να συμπεριφέρεται και στις συναντήσεις και όχι ως με γαλόψυχος πατέρας που δέχεται τους ασώτους υιούς στην αγκαλιά της Ρώμης. Δεν υπάρχει αληθινός Χριστιανός που μένει ασυγκίνητος μπροστά στην χριστοπόθητη ευχή της ενώσεως, ≪αρκεί υπό το γλυκύτατον όνομα αυτής να μη υποκρύπτεται δόλος και επονείδιστος υποδούλωσις≫.
Πρέπει η Δυτική Εκκλησία να κάνει όχι απλώς βήματα, αλλά άλματα γενναία, για να φθάσει εκεί που άλλοτε στεκόταν αδελφωμένη με την Ανατολική Εκκλησία. Εφ᾽ όσον όμως μένει στις αρχές του Παπισμού, ≪θα είναι πράξις εσχάτης αφροσύνης ν᾽ ανοίγωμεν ημείς οι Ορθόδοξοι συζητήσεις με ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν την διάθεσιν να μετακινηθούν εκ των θέσεών των ουδέ κατ᾽ ελάχιστον, αντιθέτως δε εκδηλώνουν τάσεις απορροφήσεως όλων των άλλων Εκκλησιών. Ασκόπους δε και ματαίας συζητήσεις αποκρούει η υγιής και αδιάφθορος συνείδησις των Ορθοδόξων≫.
Καθιστά προσεκτικό τον πατριάρχη μπροστά στον κίνδυνο με τις ψευδοενωτικές κινήσεις του να προκαλέσει νέα σχίσματα, διότι θα αναγκασθούν οι Αγιορείτες Πατέρες ή πέντε έως δέκα μητροπολίτες να αντιδράσουν, για να προφυλάξουν την Εκκλησία από την άκαιρη «ένωση». Υπενθυμίζει τα σχετικά ρητά του Χρυσοστόμου, ο οποίος αγίασε τον Οικουμενικό Θρόνο: ≪Ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν ως το την Εκκλησίαν διαιρεθήναι≫ και ≪Ου δε αίμα μαρτυρίου δύναται να εξαλείψη την αμαρτίαν του διαιρούντος το σώμα της Εκκλησίας≫. Καλεί τον πατριάρχη να ρυθμίζει τα εκκλησιαστικά πράγματα ≪μακράν πάσης ξένης επιρροής και παντός ξένου διπλωματικού υπολογισμού≫.
Ο Θεός έθεσε την Εκκλησία μέσα στον κόσμο, και ο Σατανάς προσπαθεί να θέσει τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία. Με την αντικανονική και πρωτότυπη συνάντησή του με τον πάπα στα Ιεροσόλυμα ο πατριάρχης δεν πέτυχε απολύτως τίποτε. Αντίθετα ενίσχυσε εν πρώτοις την λατινική θέση ότι εμείς οι «σχισματικοί» προστρέχουμε να ενωθούμε με τον πάπα και δεύτερον με τους θεαματικούς, εξεζητημένους ασπασμούς, τους γλοιώ δεις εναγκαλισμούς και την εναντίον των ιερών κανόνων ανταλλαγή δώρων έγινε πολύ πιο μεγάλος ο κίνδυνος, διότι στην ψυχή των πιστών αμβλύνεται η συνείδηση ότι οι Παπικοί είναι αιρετικοί. Ο διάλογος, οι συμπροσευχές, οι δωροληψίες, οι ελευθεριάζουσες καινοτομίες είναι ασυγχώρητες, διότι νοθεύουν και αλλοιώνουν τα παραδεδεγμένα από τους Αγίους Απο στόλους και τους Αγίους Πατέρες, από Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους. Διαβεβαιώνει τον πατριάρχη ότι θα συναντήσει μεγάλη αντίσταση από το ορθόδοξο πλήρωμα, που το οδηγεί αιχμάλωτο στην Βαβυλώνα των δυτικών εθών και δογμάτων, σ᾽ αυτήν την πορεία προς την δουλόφρονα και αντίχριστη ένωση (υποταγή) με τον αιρετικώτατο Παπι σμο. Θα συμβεί ότι συνέβη με την Φερράρα-Φλωρεντία. Θα σαρώσει ο Θεός τους προδότες με άλλους Φωτίους, Κηρουλαρίους και Μάρκους Ευγενικούς.
Μπροστά στην εωσφορική φυσίωση του επισκόπου της Ρώμης, που έθεσε και αυτός τον θρόνο του υπεράνω των άστρων, πρέπει ο πατριάρχης να φωνάξει: «Στώμεν καλώς, στώμεν πάντες εν ταίς σεπταίς των Πατέρων παραδόσεσιν». Όλα διαλαλούν τον κίνδυνο που διατρέχουμε, όταν συνδιαλεγόμεθα με επίμονους αιρετικούς. Με το νά μένουμε αντίθετα ριζωμένοι και αμετακίνητοι στην Ορθοδοξία μας, δίνουμε την δυνατότητα και στους οιουσδήποτε αιρετικούς να ανανήψουν και να ενσωματωθούν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ώστε να βρούν την σωτηρία τους. Όταν τους κολακεύει ο πατριάρχης, τους βλάπτει, διότι όπως ήδη διεπίστω σε ο Μ. Βασίλειος ≪θεραπευόμενα τα υπερήφανα ήθη αυτών υπεροπτικώτερα γίνεσθαι πέφυκε≫ και ≪εάν επιμείνη η οργή του Θεού ποία βοήθεια ημίν εκ της δυτικής οφρύος;≫.
Τελειώνει την επιστολή του αυτή προς τον Αθηναγόρα ο όσιος Φιλόθεος γράφοντας ότι το πρωταρχικό κύριο μέλημά μας πρέπει να είναι το πως θα εξιλεώσουμε τον παροργισμένο για τις αμαρτίες μας Κύριο και θα τον καταστήσουμε ευμενή και ευδιάλλακτο. Κορυφώνον τας δε την παρρησία και την ομολογητική του διάθεση, όπως έπραξε σε ανάλογης σημασίας επιστολή του προς τον Αθηναγόρα και ο όσιος Γεροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, γράφει τα εξής αποκαλυπτικά επι καλούμενος και την Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: ≪Ομολογουμένως φοβούμαι πως διά το ατυχές Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αλλά και δι᾽ άλλας περιπτώσεις, επαναλαμβάνεται το Γραφικόν “οι ιερείς ηθέτησαν νόμον μου και εβεβήλωσαν τα άγιά μου. Αναμέσον αγίου και βε βήλου ου διέστειλαν”. Βλέπω δε με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μου και ακούωμέ τα ώτα της καρδίας μου –φοβερόν και να το είπω!- τον άγγελον της Αποκαλύψεως να λέγη εις τον πρώτον της Ορθοδοξίας: “Μνημόνευε πόθεν πέπτωκας και μετανόησον… ει δε μη έρχομαί σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσης” (Αποκ. 2, 5). Οποία έκπτωσις! Οποία συμφορά≫.