Δύο ιστορικής σημασίας επιστολές, κατά την εκτίμηση πολλών, έγραψε καίαπέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ στο πρόσφατο παρελθόν. Επιστολές, που προκάλεσαν πανελλήνια αίσθηση και ευρύτατο σχολιασμό από πολλούς, κληρικούς και λαικούς.
Η πρώτη εγράφη τον παρελθόντα Μάιο προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο Β΄ και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα την παναίρεση του Οικουμενισμού, στην οποία ο Σεβασμιώτατος επισημαίνει την επείγουσα αναγκαιότητα συγκλήσεως τοπικής Συνόδου για την άμεση καταδίκη της καθώς καίόσων την προωθούν:
«Διά τον λόγον αυτόν, εκφράζοντες την αγωνία μας, απευθυνόμεθα προς Σας,…ικετευτικώς και ταπεινώς παροτρύνοντας και προτείνοντας, όπως εμείς,…αναλάβωμεν τας ευθύνας μας έναντι Αυτού και του πιστού λαού Του και αρθώμεν στο ύψος των περιστάσεων και συγκαλέσωμε Τοπική Σύνοδο, η οποία καθηκόντως οφείλει να προχωρήσει στην επίσημο συνοδική καταδίκη της ειρημένης κακοδοξίας και δεινής αιρέσεως».
Ένα θέμα καυτό, επίκαιρο, φλέγον, πρώτης προτεραιότητος, του οποίου η επίλυση και η συνοδική αντιμετώπιση, χρονίζει δυστυχώς εδώ και εκατό χρόνια. Ένα θέμα μεγίστης επισκοπικής ευθύνης, το οποίο θα έπρεπε να είχε απασχολήσει προ πολλού τους ιεράρχες μας, αφού η παναίρεση αυτή ολοένα και περισσότερο εξαπλούται εν είδει επιδημικής νόσου, προξενούσα μεγίστη διάβρωση και φθορά στο σώμα της Εκκλησίας. Ένα θέμα για το οποίο Πανορθόδοξα Συνέδρια και Ημερίδες έχουν διοργανωθή, βιβλία και φυλλάδια έχουν γραφή, όπως το ιστορικό κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών «Ομολογία πίστεως κατά του Οικουμενισμού», αποτειχίσεις μέρους του πιστού λαού του Θεού έχουν σημειωθή. Ένα θέμα το οποίο, χάρις στην επιστολή του Σεβασμιωτάτου, τίθεται πλέον επισήμως σε επίπεδο Ιεραρχίας. Ωστόσο η Ιεραρχία μας, όπως ήταν δυστυχώς αναμενόμενο, σε πείσμα όλων των ανωτέρω, εξακολουθεί την εκκωφαντική σιωπή Της.
Ούτε και αυτή ακόμη η συγκλονιστική στο περιεχόμενό της επιστολή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας ίσχυσε δυστυχώς να επιδράση στο νού και τις καρδιές της πλειονότητος των ιεραρχών μας, προκειμένου να πράξουν το αυτονόητο καθήκον των. Έχουν ήδη παρέλθει έξι μήνες από της εκδόσεως της επιστολής και ο άγιος Πειραιώς ουδεμία επίσημη συνοδική απάντηση έλαβε μέχρι σήμερα. Το δε τραγικότερο είναι, ότι ελάχιστοι ιεράρχες μέχρι σήμερα έσπευσαν να επιδοκιμάσουν δημοσίως και να εκφράσουν επισήμως την σύμφωνη γνώμη τους για την αναγκαιότητα συγκλήσεως συνόδου. Με θλίψη και απογοήτευση πληροφορηθήκαμε, ότι το θέμα αυτό δεν πρόκειται να απασχολήσει την Ιεραρχία κατά την ετήσια τακτική της συνεδρία τούΟκτωβρίου. Παραμερίζεται λοιπόν το καυτό και φλέγον, το κολοσσιαίων διαστάσεων, «το εκρηκτικό, το διαιρετικό του ποιμνίου, το διαβρωτικό της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής» θέμα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού, την οποία αίρεση σύγχρονοι Πατέρες και άγιοι Γέροντες, όπως οάγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς χαρακτήρισαν ως την χειρότερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των αιώνων. Άφατη θλίψη και οδύνη, αλλά και δικαία οργή και αγανάκτηση συνέχουν τις καρδιές του πιστού λαού του Θεού. Τι απολογία θα δώσωμε στον Θεό εν ημέρα κρίσεως ενώπιον του φοβερού βήματός Του για την αδιαφορία, την εγκληματική μας αμέλεια; Γιά τον βαρύτατο σκανδαλισμό των πιστών; Γιά την καταπάτηση των Ιερών Κανόνων, όπως του 37ου Αποστολικού, ο οποίος ορίζει: «Δεύτερον του έτους Σύνοδος γινέσθω των επισκόπων και ανακρινέτωσαν αλλήλως τα δόγματα της ευσεβείας και τας εμπιπτούσας εκκλησιαστικάς αντιλογίας διαλυέτωσαν…» . Τι απολογία θα δώσωμε για την ένοχη σιωπή μας, την οποία μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χαρακτηρίζει ως τρίτο είδος αθείας; «τρίτον δε εστίν είδος ου πόρρω της ανωτέρω πονηράς ξυνωρίδος, το παραιτείσθαι τι λέγειν των δεδογμένων περί Θεού» .
Καί ερχόμεθα στην δεύτερη επιστολή του Σεβασμιωτάτου προς τον Παναγιώτατον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Μιά βαρυσήμαντη εκτενέστατη επιστολήαντι-οικουμενιστικού χαρακτήρος, στην οποία τα θιγόμενα θέματα, βαθείαν εσωτερικήν σχέσιν έχοντα μεταξύ των, παραπέμπουν όλα σε ένα κοινό παρονομαστή, την παναίρεση του Οικουμενισμού. Στην επιστολή αυτή ο Σεβασμιώτατος, σε καιρούς πνευματικής αφασίας και επισκοπικής αδρανείας, πρώτον μεν επισημαίνει «αδήριτη την ανάγκη συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου με την συμμετοχήαπάντων των Ορθοδόξων Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών και Επισκόπων και λαικών θεολόγων, ηοποία θα έχει μέγα χρέος και πρώτιστο καθήκον να καταδικάσει την παναίρεση του Οικουμενισμού, υπό το φως της Αγιογραφικής, Αγιοπατερικής και Ιεροκανονικής διδαχής και παραδόσεως…». Στη συνέχεια, σχολιάζων τα πραχθέντα και λεχθέντα του Παναγιωτάτου στο Μιλάνο και στην Κωνσταντινούπολη με αφορμή τον εορτασμό των 1700 ετών από την υπογραφή του«Διατάγματος των Μεδιολάνων», καθώς και την επακολουθήσασα επίσκεψή του στην Τσεχία και Σλοβακία, αφ’ ενός μεν θέτει ορισμένα καυτά ερωτήματα προς Αυτόν, και αφ’ ετέρου καταλογίζει σ’ Αυτόν ευθύνες για λόγους και πράξεις του.
Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της επιστολής:
«Είναι πασιφανές, όπως προκύπτει από τις ομιλίες, πούεκφώνησε η Υμετέρα Παναγιότης στο Μιλάνο, ότι διδάσκετε καινοφανή, πρωτοφανή και οικουμενιστικήεκκλησιολογία, ηοποία, βεβαίως, τυγχάνει αλλοτρία και ξένη προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Αποδέχεσθε τις κακόδοξες οικουμενιστικές θεωρίες περί “αδελφών Εκκλησιών” και “δύο πνευμόνων”. Αναγνωρίζετε τις αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού (Λουθηρανοί, Μεταρρυθμισμένοι) ως “Εκκλησίες” ισότιμες και ισάξιες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αναγνωρίζετε τον αιρεσιάρχη Πάπα, τους Καρδιναλίους, τους Πάστορες σαν να έχουν έγκυρη ιερωσύνη, μυστήρια καίαποστολική διαδοχή. Χρησιμοποιείτε ομοειδή θεολογία και για τους αλλοθρήσκους (Μουσουλμάνους, Ραββίνους). Γιά Σας, Παναγιώτατε, όλες οι παραπάνω αιρέσεις μαζί με την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελούν ήδη τη “Μία Εκκλησία”, η οποία όμως, στον παρόντα καιρό είναι διηρημένη και προχωρά προς την ενότητά της». «…Επί των ανωτέρω απαραδέκτων εξ επόψεως θεολογικής, δογματικής και εκκλησιολογικής δηλώσεων Υμών, Παναγιώτατε Δέσποτα, επισημαίνομεν ότι σφάλλετε». «…Μετά ταύτα, ερωτούμεν Υμάς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Πως χρησιμοποιείτε τον όρο “αδελφές εκκλησίες”, όταν αυτός είναι αγιοπατερικώς αμάρτυρος και μάλιστα πανορθοδόξως έχει απορριφθεί και ακυρωθεί; Διατί κάνετε επιλεκτική χρήση των πανορθοδόξων αποφάσεων;». «Αναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα, τον Παπισμόως “Εκκλησία;” Είναι, όμως, “εκκλησία” η αίρεσις; Πλήθος Ορθοδόξων Συνόδων έχουν καταδικάσει τον Παπισμό ως αίρεση…».
«Αναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα και τον Προτεσταντισμό ως “Εκκλησία”. «Ως φυσικός απότοκος της αναγνωρίσεως των αιρέσεων ως “Εκκλησιών” εκ μέρους Υμών, Παναγιώτατε Δέσποτα, ακολουθεί η αναγνώριση εγκυρότητος του βαπτίσματος, της ιερωσύνης και των μυστηρίων τους». «Είναι φανερό πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ότι διαχέετε το πνεύμα του συγχρόνου διαχριστιανικού Οικουμενισμού, γι’αυτό και δέχεσθε, ονομάζετε και αναγνωρίζετε τις αιρέσεις ως “Εκκλησίες”, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση καίαντίφαση με την διαχρονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
«Ταπεινώς ερωτώμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα: Διατί, ενώ αποδίδετε τίτλους εκκλησιαστικότητος στους πρόδηλα κακοδόξους αιρετικούς, δεν προβαίνετε στην μαζί τους διαμυστηριακή κοινωνία;» «…προσπαθείτε να στηρίξετε την παναίρεση του συγκρητιστικού διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού,βασιζόμενος στην ανεξιθρησκεία του Διατάγματος, το οποίο, όμως, δεν έχει καμμία σχέση με όσα σήμερα τεκταίνονται στο χώρο του διαθρησκειακού και διαχριστιανικού Οικουμενισμού, ο οποίος δεν προβάλλει την μοναδικότητα του Ευαγγελίου, δεν ευνοεί το Χριστιανισμό, όπως τον ευνόησε το “Διάταγμα των Μεδιολάνων” και η μετέπειτα ισαπόστολη δράση του Μ. Κωνσταντίνου». «Είναι ηλίου φαεινότερον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ότι Υμείς, εκφράζετε και υιοθετείτε τη θεωρία περί “διηρημένης Εκκλησίας”, σύμφωνα με την οποία, η Εκκλησία είναι διηρημένη σε επί μέρους “εκκλησίες” (όχι τοπικές, αλλ’ ομολογιακές- δογματικές, βλ. το κείμενο του Porto Alegre) και χρήζει ενώσεως. Η τοιαύτη θεώρησις του θεσμού της Εκκλησίας είναι πέραν πάσης σοβαρής, έστω βασικής, κατανοήσεως της ορθοδόξου εκκλησιολογίας».
Παρήλθον ήδη 4 μήνες από της δημοσιεύσεως της επιστολής και ο Σεβασμιώτατος, όπως ήταν αναμενόμενον, ουδεμία απάντηση έλαβε από τον Παναγιώτατον. Πως όμως εξηγείται να μην δέχεται διάλογο ο Παναγιώτατος με τους εντός της Εκκλησίας ομοδόξους, καθ’ ον χρόνον εμφανίζεται ο κατ’ εξοχήν θιασώτης και υπέρμαχος των διαλόγων με τους ετεροδόξους, παρά το γεγονός μάλιστα ότι οι τελευταίοι έχουν αποτελματωθή και χρεοκοπήσει; Αντί άλλης απαντήσεως περιορίστηκε να κάνη μια σύντομη αναφορά στο θέμα του Οικουμενισμού και των διαλόγων, στον χαιρετισμό, τον οποίον απηύθυνε προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτον, κατά την ειρηνική επίσκεψή του στο Φανάρι στις 20-9-2013.
Στις δηλώσεις του προσπαθεί να απορρίψει, ανεπιτυχώς βέβαια, την κατηγορία, ότι κατέχεται από οικουμενιστικές αντιλήψεις. Λέγει επί λέξει: «…Διά της τακτικής ταύτης δεν προδίδομεν την Ορθοδοξίαν, ως κατηγορούμεθα, ούτε υποστηρίζομεν οικουμενιστικάς αντιλήψεις, αλλά κηρύσσομεν προς τους ετεροδόξους και προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν». Ωστόσο η διπλωματικού χαρακτήρος αυτή αόριστη δήλωση κανέναν δεν πείθει πλέον. Ακριβώς τόαντίθετο συμβαίνει. Υπάρχει ένα μπαράζ λόγων και πράξεων στην επί 22 χρόνια πατριαρχική Του πρωθιεραρχία, που επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή. Ειλικρινά θα θέλαμε πολύ, να πιστεύσωμε στη διακήρυξή Του αυτή. Αναγνωρίζοντας εκκλησιαστική υπόσταση και αποστολική διαδοχή στις αιρετικές προτεσταντικές και παπικές κοινότητες, αποκαλώντας αυτές «αδελφές εκκλησίες», κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;». Όταν συμπροσεύχεται με αιρετικούς, αλλοθρήσκους, μάγους και ειδωλολάτρες μπροστά σε ομοίωμά της … «θεάς» Γαίας στη Γροιλανδία, κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;».
Όταν προσφέρει το Κοράνιο, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως «άγιο», ως δώρο στον πρόεδρο της Κόκα Κόλα κ. Μουχτάρ, αντίΑγίας Γραφής, κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;». Όταν χαρακτηρίζει τους αγίους Πατέρες ως «κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν» και ως «θύματα του αρχεκάκου όφεως» κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;». Όταν υποδέχεται τον αιρεσιάρχη της Ρώμης Πάπα Βενέδικτο τον 16ο στο Φανάρι το 2006 με κωδωνοκρουσίες, θυμιατίσματα, ασπασμούς, λειτουργικές δεήσεις και αιτήσεις υπέρ αυτού, «ευλογημένος ο ερχόμενος», πολυχρόνια, κοινή ευλογία, δώρα, απαγγελία του «Πιστεύω» και του «Πάτερ ημών», κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;». Όταν ισχυρίζεται, ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν επιδιώκει να πείση τους άλλους περί συγκεκριμένης τινός αντιλήψεως της αληθείας η της αποκαλύψεως, ούτε επιδιώκει να τους μεταστρέψει εις συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως», κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;». Όταν διακηρύσσει, ότι «…Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάντες και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι καί Ινδοί, Βουδιστές και Κομφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια προς τον σκοπόν της καθοδηγήσεως του κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητών του εξτρεμισμού και της μισαλλοδοξίας», κηρύσσει «προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν;». Δεν είναι δυνατόν βέβαια να απαριθμηθούν όλα αυτά (λόγοι και έργα) ένα προς ένα, στα πλαίσια ενός άρθρου, τάοποία ωστόσο κατά καιρούς έχουν επισημανθή και δημοσιευθή με άρθρα και μελέτες στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Τέτοιου είδους διπλωματικοί ελιγμοί δεν οφελούν, διότι ο πιστός λαός του Θεού έχει προ πολλού αφυπνιστή και ευαισθητοποιηθή απέναντι στην φοβερή αυτή αίρεση.
Ματαίως επίσης προσπαθεί να πείσει τον πιστό λαό του Θεού, ότι οι Διαχριστιανικοί Διάλογοι δήθεν «δεν αποσκοπούν, ως εγράφη και εν Βουλγαρία και αλλαχού, εις την δημιουργίαν ενός κοινώς αποδεκτού “συνονθυλεύματος” δοξασιών. Δηλαδή, δεν επιδιώκεται διά της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως ηαποδοχή μιάς “χριστιανικής συγκρητιστικής ομολογίας”, αλλά η εμβάθυνσις εις την Χριστιανικήν Ορθόδοξον πίστιν και εις την κοινωνικήν συνεργασίαν των επικαλουμένων το όνομα του Χριστού». Τα συμφωνηθέντα στο Balamand του Λιβάνου το 1993 και στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας το 2006, για να περιοριστούμε μόνον σ’ αυτά, επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό Του αυτόν η μαρτυρούν τόαντίθετο;
Στην προσπάθειά Του να δικαιώσει τους Διαλόγους ο Παναγιώτατος επιχειρεί να τους θεμελιώσει πατερικώς, επικαλούμενος τους αγίους Ιωάννην της Κλίμακος και Ιωάννην τον Χρυσόστομον. Λέγει ο πρώτος εξ’ αυτών: «Εν τοις μεν κακοθελώς ημίν μαχομένοις απίστοις, η κακοπίστοις, μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα. Εν δε τοις την αλήθειαν μαθείν βουλομένοις, το καλόν ποιούντες, έως αιώνος μη εκκακώμεν. Πλην, και προς στηριγμόν ημών της καρδίας εν αμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περί διακρίσεως, 2,11).
Εδώ ο άγιος ουδόλως δογματίζει ατέρμονες διαλόγους με τους αιρετικούς. Απεναντίας σαφέστατα διευκρινίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις του διαλόγου, ερχόμενος σε πλήρη συμφωνία με την παραγγελία του Αποστόλου Παύλου στην προς Τίτον επιστολή του (Τιτ.3,10). Όταν ευρισκόμεθα προ αιρετικών και αθέων («απίστοις η κακοπίστοις»), οιοποίοι δεν έχουν την καλή διάθεση και θέληση («κακοθελώς»), να γνωρίσουν την αλήθεια της Ορθοδοξίας, αλλά αντίθετα μάλιστα εναντιώνονται με πείσμα («μαχομένοις ημίν») καίεπιμένουν στην πλάνη τους, τότε οφείλομε μετάαπό μία πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν, να σταματήσωμε τον διάλογο («μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα»). Μόνον όταν διαπιστώνουμε διάθεση μαθητείας («τοις την αλήθειαν μαθείν βουλομένοις»), ας είμαστε ακούραστοι στο να κάνουμε το καλό ακατάπαυστα («το καλόν ποιούντες, έως αιώνος μήεκκακώμεν»).
Τι συμβαίνει λοιπόν με τους «κακοπίστους» και αιρετικούς Παπικούς και Προτεστάντες; Έδειξαν μέχρι τώρα κάποια διάθεση μαθητείας και αποδοχής της αλήθειας της Ορθοδόξου πίστεως, στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους; Καμμία απολύτως.Όχι μόνο σημάδια επιστροφής και προσεγγίσεως προς την Ορθοδοξία δεν διαπιστώθηκαν, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Με κάθε τρόπο και μέσον, θεμιτό και αθέμιτο, με την διπλωματία, με τον προσηλυτισμό και την Ουνία, με το πρόσχημα της αγάπης (διάλογος της αγάπης), με την βία (σταυροφορίες, φραγκοκρατία, γενοκτονία των Σέρβων το 1941, βομβαρδισμοί στη Σερβία το 1999 κ.λ.π.), και με τους επί αιώνες μέχρι τώρα γενομένους θεολογικούς διαλόγους, προσπάθησαν να προσελκύσουν στις πλάνες τους τους Ορθοδόξους με σκοπό νάεξαφανίσουν, η δυνατόν, την Ορθοδοξία. Παραθέτει επίσης ο Παναγιώτατος μία φράση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Ο Θεός αεί μεθ’ ημών διαλέγεται». Δεν διευκρινίζει όμως, που ο άγιος είπε αυτή την φράση, ώστε από τα συμφραζόμενα να προσδιορίσουμε το πραγματικό νόημά της.
Περαίνοντες, υιικώς παρακαλούμεν τον Παναγιώτατον για αλλαγή πορείας πλεύσεως με αμετάκλητη στροφή προς την αγιοπατερική μας παράδοση, η οποία θα επισφραγισθή με την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα καταδικάσει την αίρεση του Οικουμενισμού. Πράγμα το οποίον ευχόμεθα από καρδίας!
Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Ο υπεύθυνος
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος.
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος.