Με πολύ μεγάλη προσοχή, αλλά παράλληλα και με πολλή οδύνη ψυχής παρακολουθήσαμε από το διαδίκτυο την «συμπροσευχή» και την «συγχοροστασία» στην Βασιλική του αγίου Αμβροσίου στο Μιλάνο της Ιταλίας του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου και του Ρωμαιοκαθολικού Καρδιναλίου του Μιλάνου κ. Angelo Scola και μελετήσαμε τον χαιρετισμό του Παναγιωτάτου με τίτλο «Το μήνυμα της εν ελευθερία ζωής κομίζομεν εις τα Μεδιόλανα σήμερον», καθώς και την ομιλία του κατά την επίσκεψή του στη «Μονή» του Bose με σκοπό τον συνεορτασμό με τους Παπικούς της επετείου των 1700 χρόνων από της εκδόσεως της Αποφάσεως (Διατάγματος) των Μεδιολάνων.
Δεν είναι δυνατόν να παρασιωπήσωμε την πικρία και απογοήτευσή μας, εν ταυτώ δε και την πλήρη αντίθεσή μας τόσον με την «συγχοροστασία», όσον και με τα δύο αυτά κείμενα, τόσον ως προς το ύφος, όσον και ως προς το περιεχόμενο.
Επειδή το περιεχόμενό των άπτεται θεμάτων πίστεως, επί πλέον παραποιούνται ιστορικά γεγονότα, έτι δε επιστρατεύονται μεγάλες πατερικές μορφές με εκλεκτική και μονομερή παράθεση χωρίων και λόγων των, (με αποτέλεσμα να προσδίδεται σ’ αυτούς ένα ψευδές και παραπλανητικό οικουμενιστικό προσωπείο), δεν έχουμε δικαίωμα να αδιαφορήσουμε.
Η πίστις είναι κοινό κτήμα όλων, κληρικών και λαικών και όλοι μας έχουμε ευθύνη για την διαφύλαξή της: Όπως είναι ήδη γνωστόν, «Ο πιστός λαός του Θεού αποτελεί μετά του κλήρου την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας, ήτις μαρτυρεί (κρίνει, διακρίνει, εγκρίνει και αποδέχεται, η κατακρίνει και απορρίπτει) την διδασκαλίαν και τας πράξεις της Ιεραρχίας, ως απεφάνθησαν και οι Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη εγκυκλίω αυτών της 6ης Μαίου 1848: ‘‘ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας, ο λαός αυτός εστίν’’». Θεωρήσαμε λοιπόν χρέος μας να προχωρήσωμε στο σύντομο αυτό σχολιασμό, που επακολουθεί.
Μιά πρώτη γενική επισήμανση, που αφορά και τα δύο κείμενα, είναι η διαπίστωση, ότι σ’ αυτά ο Παναγιώτατος, ομιλεί απευθυνόμενος προς Παπικούς αιρετικούς, ωσάν να ήσαν Ορθόδοξοι, ωσάν να ήσαν μέλη της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ουδόλως επισημαίνεται το γεγονός, ότι ευρίσκονται εν αιρέσει και πλάνη. Ουδεμία νύξις γίνεται πάνω στις χαώδεις δογματικές διαφορές πίστεως, οι οποίες μας χωρίζουν από την παπική παρασυναγωγή, η οποία επιμένει να ονομάζη εαυτήν ως «Καθολική Εκκλησία» και μάλιστα ως «αυθεντική», ενώ την Ορθόδοξη θεωρεί ως «ελλειμματική»! Καί ουδεμία προσπάθεια να τους πείση, να εγκαταλείψουν την πλάνη του Παπισμού και να προσέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας, ακολουθώντας τον λόγον του Μεγάλου Βασιλείου στην ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας του: «Τούς πεπλανημένους επανάγαγε και συναψον αυτούς τη αγία σου Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Μιά τέτοια νοοτροπία απηχεί τον τρόπο σκέψεως και δράσεως των Οικουμενιστών, οι οποίοι δεν βλέπουν δογματικές πλάνες στον Παπισμό, αλλά ταυτότητα πίστεως με την Ορθοδοξία, ακυρώνοντας έτσι στην πράξη όλη την Πατερική και Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας. Επ’ αυτού θα θέλαμε να παρακαλέσουμε θερμώς τον Παναγιώτατο, με όλο τον σεβασμό και την αγάπη, που αρμόζει στο πατριαρχικό αξίωμά του και στο πρόσωπό του, να δηλώση ευθέως και δημοσίως, τι πιστεύει σχετικά με τον Παπισμό.
Εάν δηλαδή πιστεύει, ότι ο Παπισμός αποτελεί Εκκλησία, με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή, σύμφωνα με όσα παρανόμως, αντιπατερικώς και αντικανονικώς υπεγράφησαν κατά την Ζ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο του 1993 στο Balamand του Λιβάνου και τα οποία συνιστούν πραγματική προδοσία της πίστεως: «Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται, ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησία του, (ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων), δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιάς των ημετέρων Εκκλησιών.
Είναι σαφές, ότι εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός. Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς Εκκλησίας, από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα» (παράγρ. 13,14).
Καί εάν όντως έτσι πιστεύει, τότε να μας εξηγήσει, γιατί δεν προχωρεί κατά τρόπον επίσημον στο «κοινό ποτήριο», στην intercommunio. Διότι είναι ανακόλουθο και αντιφατικό η κοινή πίστις να μην συνοδεύεται από το συλλείτουργο στο «κοινό ποτήριο».
Είναι επίσης ανακόλουθο και αντιφατικό, όταν μεν επισκέπτεται το Άγιον Όρος και διάφορες Μητροπόλεις της Ελλάδος, να χρησιμοποιή ακραιφνώς Ορθόδοξη γλώσσα, ενώ όταν απευθύνεται σε Παπικούς, να χρησιμοποιή Οικουμενιστική γλώσσα. Μιά τέτοια διγλωσσία δημιουργεί σύγχυση στον πιστό λαό του Θεού και οπωσδήποτε έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου: «Έστω δε ο λόγος υμών ναί ναί και ου ου» (Ματθ. 5,37) και προς τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: «πιστός δε ο Θεός, ότι ο λόγος ημών ο προς υμάς ουκ εγένετο ναί και ου» (Α΄Κορ.1,18).
Επίσης στην προσφώνησή του ο Παναγιώτατος αναφέρεται στον σκοπό της αφίξεώς του στην πόλη του Μιλάνου: «Έχομεν την χαράν και την ευλογίαν να ευρισκώμεθα σήμερον εις την πόλιν σας μετά από ευγενή πρόσκλησιν του Σεβασμιωτάτου αδελφού Καρδιναλίου κυρίου Angelo Scola, διά να τιμήσωμεν και μεθ’ υμών,…την επέτειον της συμπληρώσεως 1700 ετών από της διακηρύξεως της ανεξιθρησκείας υπό του θεοπνεύστου ηγέτου της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας εν Αγίοις Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με την από κοινού μετά του συναυτοκράτορος αυτού Λικινίου έκδοσιν νομοθετήματος υπό την συμβατικήν και συνοπτικήν ονομασίαν “Διάταγμα των Μεδιολάνων”». Αποτελεί αναντίρρητο κοσμοιστορικό γεγονός, ότι η έκδοσις των αποφάσεων (Διατάγματος) των Μεδιολάνων, υπό του Αγίου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου και του συναυτοκράτορος αυτού Λικινίου, έστρεψε κυριολεκτικά την ροή της ιστορίας και εγκαινίασε μια νέα εποχή για την πνευματική πορεία της ανθρωπότητος.
Αυτό σημαίνει, πως ο εορτασμός της συμπληρώσεως των 1700 χρόνων αυτού του μοναδικού ιστορικού γεγονότος είναι επιβεβλημένη, για να τιμηθή πρωτίστως ο ιθύνων νούς αυτού, ο πρώτος και μεγάλος αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης, ο άγιος Κωνσταντίνος.
Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας έχει κάθε λόγο, να εορτάζη την επέτειο αυτή, διότι μόνη Αυτή, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού έμεινε πιστή στις επιταγές του Διατάγματος και εφήρμοσε επακριβώς μέχρι σήμερα τις αρχές του σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας. Ουδέποτε η Ορθόδοξος Εκκλησία στην ιστορική πορεία της μέχρι σήμερα υπέθαλψε η πρωτοστάτησε σε θρησκευτικούς πολέμους με στόχο την διά της βίας επιβολή της Ορθοδόξου πίστεως.
Αντιθέτως ο Παπισμός, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν τα ιστορικά γεγονότα από τις πηγές, εκφυλισθείς ιδίως μετά το σχίσμα του 1054 σε στυγνό Παποκαισαρισμό και υποκύψας στον τρίτο πειρασμό του Χριστού, κατεπάτησε σε πάμπολλες περιπτώσεις με τον πλέον ασεβή και βάναυσο τρόπο τις αρχές του Διατάγματος και γενικά της ανθρώπινης ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του προσώπου και διέπραξε φρικτά και αποτρόπαια εγκλήματα, τόσον εναντίον των Ορθοδόξων, όσον και κατά άλλων θρησκευτικών πίστεων.
Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε διεξοδικά σε ένα πλήθος ιστορικών γεγονότων. Σταχυολογούμε μόνον ορισμένα εξ αυτών, που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: Αναφέρουμε τα ατελείωτα στίφη των σταυροφόρων (11ος-13ος αιών), τα οποία, με την «ευλογία» των Παπών και υπό το πρόσχημα της απελευθερώσεως των Αγίων Τόπων, επέδραμαν στην Ορθόδοξη Ανατολή και προκάλεσαν κάθε είδους βιαιότητες και καταστροφές. Επέβαλαν δε στα λατινικά κρατίδια, τα οποία ίδρυαν, το ιδικό τους φράγκικο εκκλησιαστικο-πολιτικό καθεστώς, καταπιέζοντας τους τοπικούς Ορθοδόξους πληθυσμούς και επιδιώκοντας τον εκλατινισμό.
Όπως σημειώνει ο ιστορικός: «Οι Ορθόδοξοι πληθυσμοί των κρατιδίων αυτών πιέσθηκαν όχι μόνον να υποταγούν στην πολιτική και εκκκλησιαστική ηγεσία της Δύσεως, αλλά και να προσαρμοσθούν στους δυτικούς κανόνες εκκλησιαστικής και κοινωνικής οργανώσεως, οι οποίες αποτυπώθηκαν στις Ασσίζες».
Οι βιαιοπραγίες και οι βανδαλισμοί των Σταυροφόρων έφθασαν στο αποκορύφωμά τους κατά την Δ΄ Σταυροφορία, κατά την οποία κατώρθωσαν, να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη (13.4.1204). Είναι φρικτές οι περιγραφές, που μας παραδίδει ο ιστορικός: Η Πόλη «γνώρισε φρικώδεις στιγμές λεηλασίας και βιαιοτήτων. Επί τρεις ημέρες εγκαταλείφθηκε στη βάρβαρη διάθεση των κατακτητών, οι οποίοι όχι μόνον λεηλάτησαν και σύλησαν τα πάντα, αλλά και εξετράπησαν σε κάθε είδους βιαιότητες η και βαρβαρότητες εναντίον του τοπικού πληθυσμού».
Με πολύ μελανά χρώματα περιγράφει την καταστροφή και ο βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης: «Οι βάρβαρες πράξεις τους όσον αφορά στα αριστουργήματα της τέχνης ωχριούν μπρός σ’ εκείνες των Μωαμεθανών, κατά την δήωση της πόλεως των Ιεροσολύμων…Οι φόνοι και οι βιασμοί, οι διακωμωδήσεις και οι βεβηλώσεις, ξεπέρασαν τη δυνατότητα κάθε ανθρώπινης φαντασίας».
Αναφέρουμε τον επαίσχυντο θεσμό της «Ιεράς Εξετάσεως», δηλαδή τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία επενόησε ο Παπισμός κατά τον Μεσαίωνα, από τον 13ον έως τις αρχές του 19ου αιώνος (1821), για την εξολόθρευση των αιρετικών.
Όπως αναφέρουν οι πηγές, οι ιεροεξεταστές προκειμένου να εξαναγκάσουν τους θεωρηθέντες ως αιρετικούς να ομολογήσουν τα αιρετικά τους φρονήματα, η προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να μετανοήσουν γι’ αυτά, τους υπέβαλλον σε φρικτά βασανιστήρια: «Η κάθειρξις, συνοδευομένη από νηστεία, η στέρησις του ύπνου, η απομόνωσις, βάρη εις τους πόδας και αλύσεις εις τας χείρας, αλλά και μαρτύρια σκληρότερα.
Αν ο κρατούμενος εδείκνυε πείσμα, υπεβάλλετο εις βασανιστήρια, εις τα οποία έπρεπε, να αποφεύγεται πάντοτε ο ακρωτηριασμός και ο κίνδυνος θανάτου».
Εν τέλει παρεδίδετο στην κοσμική εξουσία, προκειμένου να του επιβληθή η εσχάτη των ποινών. «Αν το λαικό δικαστήριο δεν παρέδιδε εις τας φλόγας τον αμετανόητο η τον υποτροπιάσαντα (αιρετικό), θα ετέλει υπό αφορισμόν ως ευνοήσαν την αίρεσιν».
Αναφέρουμε επίσης την φρικτή νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (Αύγουστος του 1572) και την εν ψυχρώ δολοφονία 29.000 Ουγενότων. Αναφέρουμε τις Παπικές και Προτεσταντικές «Ιεραποστολές» από τον 16ον αιώνα και εντεύθεν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.
«Οι ‘‘Ιεραποστολές’’ αυτές δεν υπήρξαν αμέτοχες από ιδιοτελή συμφέροντα και κοσμικές επιδιώξεις και στόχους. Βρέθηκαν μπλεγμένες και συμμέτοχες στις κυριαρχικές προσπάθειες του αποικιοκρατικού επεκτατισμού των τότε μεγάλων ευρωπαικών δυνάμεων, στις χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας.Συμπορεύθηκαν και συνταυτίστηκαν μέχρις ενός βαθμού, με τις δυνάμεις αυτές, οι οποίες προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, δε δίστασαν να καταφύγουν στην εκμετάλλευση, στην καταπίεση, στο δουλεμπόριο, ακόμη και σε πολεμικές αναμετρήσεις με τους ντόπιους πληθυσμούς. Με τον τρόπο αυτό οι ‘‘Ιεραποστολές’’ αυτές θέλησαν να επιβάλλουν τη δική τους εκκλησιαστική αποικιοκρατία, συμπράττοντας όμως και συνευδοκώντας στη βία και στην αιματοχυσία».
Αναφέρουμε την ανείπωτη γενοκτονία των Σέρβων Ορθοδόξων αδελφών μας από τους παπικούς Ουστάσι, οι οποίοι με τις «ευλογίες» της «Αγίας Έδρας» και την «εμψύχωση» και καθοδήγηση του διαβόητου Κροάτη «αρχιεπισκόπου» Στέπινατς βασανίστηκαν και θανατώθηκαν περισσότεροι από 880.000 άνθρωποι, επειδή δεν ήθελαν να αρνηθούν την Ορθοδοξία και να ασπασθούν τον Παπισμό! Μοναδικό στο είδος του και ανεπανάληπτο στις περιγραφές του αποτελεί το βιβλίο του Avro Manchatan με τίτλο «Το Ολοκαύτωμα του Βατικανού», στο οποίο ο συγγραφέας με φωτογραφίες και ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία συνέλεξε από τα αρχεία της (τότε) Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης, της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας, του Ο.Η.Ε. και άλλων επισήμων Οργανισμών, περιγράφει σκηνές τρόμου και απίστευτης θηριωδίας.
Μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του: «Η Καθολική Εκκλησία δεν άφησε την πραγματοποίηση ενός θρησκευτικού πολέμου στον στρατό, όπως είχε κάνει σε παρόμοιες καταστάσεις στο παρελθόν. Μπήκε ορμητικά στο πεδίο μάχης, αποφεύγοντας τις προφυλάξεις και κραδαίνοντας το σπαθί της ενάντια σε όσους είχε αποφασίσει να εξολοθρεύση, με μια ευθύτητα, που είχε πολύ καιρό να δεί ο κόσμος. Πολλοί σχηματισμοί των Ουστάσι καθοδηγούνταν από Καθολικούς Ιερείς και συχνά από μοναχούς, οι οποίοι είχαν ορκιστεί να πολεμήσουν με μαχαίρι και όπλο για τη ‘‘δόξα του Χριστού και της Κροατίας’’.
Πολλοί από αυτούς δεν δίστασαν να εκτελέσουν τα πιο επονείδιστα καθήκοντα, υπερηφανευόμενοι για πράξεις, που θα έκαναν κάθε «ειδωλολάτρη η βάρβαρο από την Ανατολή» να ντρέπεται. Καί όλα αυτά στο όνομα του Παπισμού! Έτσι ενώ μερικοί, όπως έχουμε ήδη δεί, διοικούσαν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, άλλοι καθοδηγούσαν τους οπλισμένους Ουστάσι στο κλείσιμο Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην κατάσχεση αρχείων, στο διωγμό, τη σύλληψη, ακόμα και στη δολοφονία Ορθοδόξων, συμπεριλαμβανομένων και Ορθοδόξων Ιερέων».
Καί βέβαια η «Αγία Έδρα» φρόντισε επί Πάπα Ιωάννου Παύλου του Β, να «αγιοποιήσει» τον αρχιδολοφόνο και αρχιμάστορα αυτής της γενοκτονίας «αρχιεπίσκοπο» Αλουίσιο Στέπινατς, πράγμα που αποδεικνύει, ότι ο Παπισμός όχι μόνον δεν μετάνιωσε ποτέ για όλα αυτά τα εγκλήματα, αλλά και καυχάται γι’ αυτά. Το δε ακόμη τραγικότερο είναι το γεγονός, ότι ούτε το Οικουμενικό, ούτε κάποιο άλλο Ορθόδοξο Πατριαρχείο, τόλμησε όχι να αποδοκιμάσει, αλλά ούτε καν να αρθρώσει λέξη για όλα τα παρά πάνω.
Αναφέρουμε τέλος την επάρατη Ουνία, η οποία, καθοδηγούμενη από το Βατικανό, επί αιώνες τώρα (13ος αιών και εντεύθεν), ιδιαιτέρως όμως τις τελευταίες δεκαετίες μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού Σοσιαλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ανέπτυξε μία πρωτοφανή προσηλυτιστική δράση, με αρπαγές, λεηλασίες και βιαιότητες, εις βάρος των καθημαγμένων από τους διωγμούς, λόγω του προηγηθέντος κομμουνιστικού καθεστώτος, Ορθοδόξων Εκκλησιών και προκάλεσε την δικαία αγανάκτηση των Ορθοδόξων.
Γιά μια ακόμη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητος φάνηκε το απεχθές προσωπείο των μεσαιωνικών μεθόδων προσηλυτισμού και προπαγάνδας του Παπισμού. Όπως παρατηρεί σύγχρονος ερευνητής: «Οι Ορθόδοξες χώρες θεωρήθηκαν ως τόποι ιεραποστολής, ως terrae missionis. Ιεραποστολικές αποστολές με άφθονα υλικά και οικονομικά μέσα ανέλαβαν τον επανευαγγελισμό των Ορθοδόξων μπροστά στα έκπληκτα μάτια των υπευθύνων ηγετών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που έβλεπαν ακόμη και άσκηση βίας εις βάρος των Ορθοδόξων από τους Ουνίτες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις νέες συνθήκες ελευθερίας για συνέχιση της ανασταλείσης προσηλυτιστικής τους δράσεως».
Με βάση τα όσα παρά πάνω αναφέραμε, (αλλά και άλλων τα οποία θα μπορούσαμε να παραθέσουμε), πιστεύουμε ότι οι εορτασμοί των Παπικών για την επέτειο της εκδόσεως του «Διατάγματος των Μεδιολάνων» αποτελούν ένα θέατρο για δημιουργία εντυπώσεων, μια ακραία υποκριτική ενέργεια, σαν κι αυτές που προβαίνει κάθε τόσο το Βατικανό. Καί το χειρότερο: θεωρούμε την πράξη του αυτή αληθινή βεβήλωση της επετείου του μεγάλου γεγονότος. Διότι τον πρώτο λόγο, που θα έπρεπε να ακούσουμε αυτές τις ημέρες από τα στόματα των Παπικών «εορταστών», είναι η συγγνώμη τους για την καταπάτηση των αρχών του Διατάγματος.
Θεωρούμε δε την επίσκεψη του Παναγιωτάτου με σκοπό την συμμετοχή του στους εορτασμούς αυτούς, ένα οδυνηρό ολίσθημα, που έρχεται να προστεθή σε προηγούμενα ολισθήματα των τελευταίων μηνών, όπως η συμμετοχή του στους εορτασμούς για την επέτειο των 50 ετών από την ληστρική και αιρετική Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και η συμμετοχή του στην ενθρόνιση του νέου Πάπα Φραγκίσκου του Α΄. Ολισθήματα τα οποία προκάλεσαν βαρύτατο σκανδαλισμό του Ορθοδόξου πληρώματος.
Δεν είναι όμως μόνον η παρουσία του Παναγιωτάτου Πατριάρχη στις Παπικές φιέστες, που σκανδάλισε τον πιστό λαό. Σκανδαλισμό επίσης προκάλεσαν πολλά σημεία των δύο προσφωνήσεών του προς τους ως άνω μνημονευθέντες, Καρδινάλιο και «Ηγούμενο». Προχωρούμε σε ένα σύντομο σχολιασμό των κυριωτέρων εξ αυτών:
Στην προσφώνησή του προς τον Καρδινάλιο κ. Scola κάνει λόγο για «την γονιμοποίησιν της ρωμαικής νομοθεσίας από την χριστιανικήν σκέψιν και το καινόν και παράδοξον πνεύμα, το οποίον έφερεν εις τον κόσμον η επίγειος παρουσία του Υιού και Λόγου του Θεού…» και ότι «χάρις εις τον γόνιμον τούτον συνδυασμόν επραγματοποιήθησαν διά την Ευρώπην καθοριστικαί κατακτήσεις εις την πνευματικήν πρόοδον της ανθρωπότητος».
Η διατύπωση αυτή πάσχει, διότι αγνοείται ο ρόλος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και πολιτισμού στην διαμόρφωση του Ευρωπαικού Πολιτισμού.
Η Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία (Ρωμανία) του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχε ένα βαθύτατα ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα, διότι υπήρξε κατά κύριον λόγον καρπός ενός γόνιμου συνδυασμού Ελληνισμού και Χριστιανισμού, η δε ρωμαική νομοθεσία έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο. Εκφραστές και αυτουργοί αυτού του γόνιμου συνδυασμού, Ελληνισμού και Χριστιανισμού, υπήρξαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι, έχοντες άριστη γνώση του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, εδανείσθηκαν από αυτό την ελληνική γλώσσα και την ελληνική φιλοσοφική ορολογία, στην οποία όμως έδωσαν ένα εντελώς διαφορετικό, δηλαδή χριστιανικό περιεχόμενο, προκειμένου να διατυπώσουν τα δόγματα της πίστεως και να αναπτύξουν με ακρίβεια την χριστιανική διδασκαλία.
Όπως παρατηρεί σε πρόσφατο δημοσίευμά του ο π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Τα στηρίγματα της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης είναι: η Ρωμαική Οικουμένη και νέα πολιτειακή ιδεολογία, ο Χριστιανισμός, ως Πατερική Ορθοδοξία και η Ελληνικότητα (γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία)…Καρδιά της αυτοκρατορίας ήταν η ελληνικότητα (γλώσσα, παιδεία, πολιτισμός). Από τον Ιουστινιανό (6ος αιών) μέχρι τον Ηράκλειο (7ος αιών) εξελληνίζεται και η κρατική διοίκηση (Νεαρές)».
Αναφέρεται επίσης στην «ευθύνη ημών των πνευματικών ηγετών έναντι της ανθρωπότητος και του κόσμου». Είναι δε η ευθύνη αυτή «ο ευαγγελισμός η επανευαγγελισμός της αληθείας, ότι η πίστις μας είναι ζώσα και όχι ιδεολογικό κατασκεύασμα και ανθρώπινη θεωρία». Έχουμε Παναγιώτατε Δέσποτα, κοινή ζώσα πίστη με τους αιρετικούς Παπικούς και κοινή ευθύνη μετ’ αυτών για τον ευαγγελισμό η επανευαγγελισμό της αληθείας; Ποιά αλήθεια θα ευαγγελισθούν οι Παπικοί ευρισκόμενοι στο σκότος της πλάνης;
Πως έχουμε κοινή πίστη μαζί τους καθ’ ον χρόνον μας χωρίζουν χαώδεις δογματικές διαφορές, τις οποίες επεσήμαναν οι άγιοι Πατέρες μας και τις κατέγραψαν στα συγγράμματά τους, τις κατεδίκασαν δε με πλήθος Συνόδων; Αποτελεί κοινή πίστη (για παράδειγμα) η αιρετική διδασκαλία του Filioque, την οποία κατεδίκασαν ο Μέγας Φώτιος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και άλλοι μεταγενέστεροι Πατέρες; Ιδού τι γράφει περί της κακοδοξίας αυτής ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον πρώτο του λόγο «Περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος»:
«Ούτος τοίνυν ο νοητός και διά τούτο μάλλον επάρατος όφις, το πρώτον και μέσον και τελευταίον κακόν (ο διάβολος)…διά των αυτώ πειθηνίων Λατίνων περί Θεού καινάς εισφέρει φωνάς, μικράν μεν δοκούσας έχειν υπαλλαγήν, μεγάλων δε κακών αφορμάς και πολλά και δεινά φερούσας…».
Παρά κάτω δε προσθέτει: «Αλλ’ ημείς διδαχθέντες υπό της θεοσοφίας των Πατέρων, αυτού τα νοήματα μη αγνοείν, αφανή την αρχήν ως επίπαν τοις πολλοίς τυγχάνοντα, ουδέποτ’ αν υμάς κοινωνούς δεξαίμεθα μέχρις αν και εκ του Υιού το Πνεύμα λέγητε».
Στην προσφώνησή του στη «Μονή» του Bose προς τον «Ηγούμενο» κ. Enzo, κατ’ αρχήν επαινεί αυτόν και εύχεται «να χαίρη πάντοτε ορών την εαυτού άρουραν θάλουσαν και ευθυνούσαν, ην εξ’ οικείων κόπων και ιδρώτων κατέσπειρεν». Τέτοιου είδους όμως ευχές δεν μπορούν να έχουν καμμία θέση σε έναν αιρετικό παρά μόνον σε Ορθοδόξους.
Διότι ο κ. Enzo, εξακολουθώντας να παραμένη στην αίρεση και την πλάνη του Παπισμού, παρά τις μακροχρόνιες προσπάθειές του να προσεγγίση και να εμβαθύνη στην Ορθόδοξο πίστη και πνευματικότητα, κινδυνεύει να χάση την ψυχή του και αυτός και η αδελφότητά του.
Επομένως όχι μόνον δεν είναι άξιος επαίνων, αλλά θρήνων και οδυρμών. Μεγίστην δε ευθύνη έχει εν προκειμένω και ο Παναγιώτατος, ο οποίος αντί να επισημάνη τον κίνδυνο που διατρέχει, τον επαναπαύει και τον προτρέπει να χαίρη, δίνοντας έτσι σ’ αυτόν την ψεύτικη εντύπωση, ότι βαδίζει επί της ορθής οδού, που οδηγεί στην σωτηρία.
Στη συνέχεια τον επαινεί για τις πολυετείς πνευματικές προσπάθειές του, για την αγάπη, το ενδιαφέρον και τον σεβασμό του προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και Ορθόδοξη πνευματικότητα, «ποικιλοτρόπως εκδηλούμενα μέσω της οργανώσεως της μοναστικής ζωής με πρότυπον τον ανατολικόν μοναστικόν βίον, της διοργανώσεως συνεδρίων εμβαθύνσεως εις την ορθόδοξον πνευματικότητα με την συμμετοχήν εκπροσώπων της ορθοδόξου θεολογίας και διανοήσεως, της αναδείξεως και μελέτης του βίου και της διδασκαλίας κορυφαίων συγχρόνων μορφών και γερόντων της Ορθοδοξίας, ως του αγίου Σιλουανού, του γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ, του γέροντος Πορφυρίου, του γέροντος Παισίου, και ασφαλώς μέσω του αξιολόγου εκδοτικού έργου της Κοινότητός σας».
Ιδιαιτέρως δε τον επαινεί για «την μεγάλην ωφέλειαν εκ της μελέτης έργων της μακραίωνος ανατολικής πατερικής γραμματείας τα οποία ήσαν άχρι τούδε άγνωστα η και μη κατανοητά εις την Δύσιν, ως τα έργα του κήρυκος της χάριτος και του φωτός αγίου Γρηγορίου του Παλαμά».
Ποιό όμως είναι το αποτέλεσμα αυτής της πολυετούς μελέτης των συγχρόνων, αλλά και των παλαιοτέρων Πατέρων; Όλοι οι παρά πάνω μνημονευθέντες Πατέρες, τόνιζαν στις ομιλίες και στα γραπτά τους, ότι μόνον μέσα στην Ορθοδοξία υπάρχει η σωτηρία.
Στηλίτευαν δε τις κακοδοξίες του Παπισμού και την παναίρεση του Οικουμενισμού, βαδίζοντες απαρεγκλίτως πάνω στα ίχνη των προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων και διδασκάλων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γιά παράδειγμα, κατά πόσον επηρέασαν και προβλημάτισαν τον κ.Enzo τα παρά πάνω μνημονευθέντα χωρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά; Κατά πόσον τον επηρέασαν οι αποκαλυπτικοί λόγοι του μεγάλου Γέροντος Παισίου περί του Οικουμενισμού; «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων».
«Μού έκανε εντύπωση αυτό, που μου είπε ένας επίσκοπος από το Πατριαρχείο. Τού είχα πεί: ‘‘Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Από τη μια ο Οικουμενισμός, από την άλλη ο Σιωνισμός, ο Σατανισμός!…Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δύο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό’’».
Δεν θα έπρεπε τα χωρία αυτά, να τον συγκλονίσουν και να τον οδηγήσουν σε μια ριζική στροφή και μεταβολή της όλης του πνευματικής πορείας, σε μια στροφή 180 μοιρών με κατεύθυνση προς την Ορθοδοξία; Εάν λοιπόν τα πατερικά κείμενα δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν, να βρεί την Ορθοδοξία, τι νόημα έχουν οι έπαινοι;
Αναφέρει επίσης ότι: «Μετά πολλής ωσαύτως ικανοποιήσεως βλέπομεν την αναζήτησιν μιάς γνησίας πνευματικής ζωής εις την αγαπητήν Κοινότητά σας, η οποία δεν περιορίζεται εις το όραμα μόνον μιάς κοινωνικής προσφοράς, αλλά στρέφεται εις την εσωτερικήν ζωήν, τον αγώνα διά την κάθαρσιν του έσω ανθρώπου από των παθών, την καλλιέργειαν της προσευχής και την καλλιέργειαν της μελέτης των πατέρων όχι ως μιάς γνωσιολογικής εμπλουτίσεως αλλά ως προσπαθείας απορροφήσεως και εφαρμογής του πνεύματος και του φρονήματος αυτών».
Ωστόσο η «γνησία πνευματική ζωή», για την οποία κάνει λόγο ο Παναγιώτατος, βιούται μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ βεβαίως στην αίρεση και στην πλάνη, διότι μόνον εντός αυτής μεταδίδεται διά των μυστηρίων η Χάρις του αγίου Πνεύματος. Η των δογμάτων ακρίβεια αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση, αποτελεί το θεμέλιο για την ανοικοδόμηση της αληθούς και γνησίας πνευματικής ζωής. Πίστις και έργα, δόγμα και ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε αλλοίωσις του ενός να φέρη αναπόφευκτα αλλοίωση και του άλλου.
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί σχετικά: «Ο της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Καί ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα, προσδέχεται ο Θεός».
«Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα» συμπληρώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό, «ουδέν γαρ όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων. Ώσπερ ούν ουδέ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εάν βίος η διεφθαρμένος».
Αλλού πάλι επισημαίνει: «Αποστρεφόμεθα των αιρετικών τους συλλόγους, εχώμεθα δε διηνεκώς της ορθής πίστεως και βίον ακριβή και πολιτείαν τοις δόγμασιν ίσην επιδειξώμεθα». Άρα λοιπόν θα έπρεπε ο Παναγιώτατος πρωτίστως και κυρίως να επισημάνει στον κ. Enzo, ότι αυτή την γνήσια πνευματικότητα, την οποίαν αναζητεί, μόνον μέσα στην Ορθοδοξία θα την βρεί.
Παρά κάτω παραθέτει χωρία από τον απόστολο Παύλο, τον όσιο Μακάριο τον Αιγύπτιο, τον όσιο Σάββα τον Χιλανδαρινό, πρώτο Αρχιεπίσκοπο Σερβίας και τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς. Όλα αυτά όμως τα χωρία ισχύουν μόνον υπό την προϋπόθεση της ορθής πίστεως, όπως αποδείξαμε με τα χωρία των αγίων Πατέρων που παραθέσαμε παρά πάνω. Μόνον δηλαδή υπό την προϋπόθεση, ότι ο κ. Enzo και η συνοδία του θα απαρνηθούν την πλάνη του Παπισμού και θα προσέλθουν στην Ορθοδοξία.
Ιδιαιτέρως όμως θα θέλαμε να σχολιάσουμε την αναφορά του στον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς. Παραθέτει ένα απόσπασμά του από το βιβλίο «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός», που αναφέρεται στην «αίσθηση της θεανθρωπίνης καθολικότητος» όλων των αγίων.
Βεβαίως τα περί «θεανθρωπίνης καθολικότητος» του αγίου είναι άξια πολλής προσοχής, εξ ίσου όμως άξια προσοχής είναι και όσα αναφέρει ο άγιος σε πολλά σημεία του ιδίου βιβλίου του περί του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, ιδιαιτέρως δε όσα αναφέρει περί του Οικουμενισμού, με τα οποία ξεσκεπάζει την φοβερή αυτή αίρεση, την οποία ονομάζει «παναίρεση».
Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τους ψευδοχριστιανισμούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαικών ουμανισμών, με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά των είναι η παναίρεσις». «Το Ορθόδοξον δόγμα, μάλλον το παν-δόγμα περί της Εκκλησίας απερίφθη και αντικατεστάθη διά του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του Πάπα, δηλαδή του ανθρώπου».
«Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστόν τέκνον του Παπισμού, το οποίον διά της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει διά μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν εις την άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς εις τα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του». «Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, διατυπωθείσα υπό των αγίων Αποστόλων, υπό των αγίων Πατέρων, υπό των αγίων Συνόδων περί των αιρετικών είναι η εξής: αι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε δύνανται να είναι Εκκλησία. Διά τούτο δεν δύνανται αύται να έχουν τα άγια Μυστήρια, ιδιαιτέρως δε το Μυστήριον της Ευχαριστίας, το Μυστήριον τούτο των Μυστηρίων… Intercommunio, δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς, εν τοις αγίοις Μυστηρίοις, ιδιαιτέρως εν τη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντος προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα».
Όλα τα παρά πάνω (και άλλα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε), πως σας διέφυγαν της προσοχής, Παναγιώτατε; Μήπως ο ίδιος συγγραφέας δεν τα έγραψε, τον οποίον ο Παναγιώτατος προέβαλλε στο κείμενό του; Αυτά κυρίως πιστεύουμε, ότι θα έπρεπε να πη στον κ. Enzo, ως αναγκαιότερα διά την σωτηρία του και κατά δεύτερον λόγον τα περί θεανθρωπίνης καθολικότητος, τα οποία επειδή δεν θίγουν άμεσα την παπική πλάνη είναι ανώδυνα γι’ αυτόν και την συνοδία του.
Την προσφώνησή του προς τον κ. Enzo κατακλείει ο Παναγιώτατος με προτροπές: «Ούτω προτρεπόμεθα υμάς, αδελφοί εν Χριστώ, ως σοφοί σοφώς περιπατήσατε το επίλοιπόν του μοναχικού σας βίου, και ως αγνοί παρθενικώς διαβιώσασθε. Διατηρήσατε την ψυχήν σας απόρθητον εκ της των παθών εφόδου, χωρήσατε θερμώς προς τον Θεόν, αγαπήσατε τον αγαπήσαντα ημάς, και μάλιστα τοσούτον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκε λύτρον υπέρ πάντων ημών. Δώσατε και υμείς την καλήν μαρτυρίαν εις τον χριστιανικόν κόσμον…».
Παίρνοντες αφορμή από την παρά πάνω φράση του, ας μας επιτρέψη ο Παναγιώτατος, με σεβασμό και αγάπη να απευθυνθούμε προς αυτόν προσωπικά και να τον παρακαλέσουμε θερμώς: Παναγιώτατε «ως σοφός σοφώς περιπατήσατε το επίλοιπον» της πατριαρχικής Σας διακονίας και πρωθιεραρχίας ακολουθώντας τους αγίους Πατέρες μας, αλλάζοντας πορεία πλεύσεως στην εκκλησιαστική σας γραμμή και πολιτική, μη συμπορευόμενος μετά των αιρέσεων, στηλιτεύοντας και καταδικάζοντας έργω και λόγω τις αμετανόητες αιρέσεις του Παπισμού, Προτεσταντισμού και Οικουμενισμού, διακόπτοντας τους μέχρι τώρα αποδειχθέντας ακάρπους διαλόγους μετ’ αυτών και συγκροτώντας Πανορθόδοξον Σύνοδον, η οποία θα καταδικάση την παναίρεση του Οικουμενισμού.
«Δώσατε και Υμείς, την καλήν μαρτυρίαν εις τον χριστιανικόν κόσμον», ότι μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχει η σωτηρία και καλέσατε τους πλανεμένους αδελφούς μας να επιστρέψουν σ’ αυτήν. Έτσι ενεργώντας, θα προξενήσετε άφατη χαρά και αγαλλίαση σ’ όλο τον Ορθόδοξο κόσμο και στους εν ουρανοίς αγγέλους, θα επιτύχετε δε και της επουρανίου Βασιλείας του Κυρίου μας.
Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Ο υπεύθυνος
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος.
Ο Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος