του Αρχιμ. Δαμασκηνού Λιονάκη
Ομολογώ ότι δεν είμαι ο πλέον αρμόδιος να ασχοληθώ με το επίμαχο θέμα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου.
Δεν είμαι ο εμβριθής κανονολόγος και έμπειρος πνευματικός χειραγωγός, ο έγκριτος νομομαθής και γνώστης των διοικητικών θεμάτων του Αγιωνύμου Όρους. Όσα γράφω δεν διεκδικούν αυθεντία· αποτελούν απλώς μία ταπεινή συμβολή στην προσέγγιση του ακανθώδους αυτού ζητήματος.
Το σύνθημα «Ορθοδοξία ή Θάνατος» λαμπρύνει τα χείλη αγωνιστών χριστιανών, ανδρών που προτιμούν να παραδοθούν «εις κρίμα θανάτου» για την αγία πίστη του Χριστού παρά να αθετήσουν «ιώτα εν η μίαν κεραίαν» της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ψυχών που δεν θυσιάζουν τον Ένα για τίποτα, αλλά θυσιάζουν προθύμως τα πάντα για τον Ένα!
Ένα τέτοιο φρόνημα είναι χωρίς αμφιβολία επαινετό, οδηγεί σε απάρνηση του εαυτού μας, σε θυσιαστική προσφορά και εκδαπάνηση υπέρ του Κυρίου.
Μπορεί, όμως, το σύνθημα «Ορθοδοξία ή Θάνατος» να λέγεται και από ψυχές ανειρήνευτες, από ανθρώπους που διαθέτουν «ζήλον ου κατ’ επίγνωσιν» και προτίθενται να βιαιοπραγήσουν και να εγκληματήσουν, ακόμη και να φονεύσουν άλλους ανθρώπους.
Αυτό που βαρύνει, λοιπόν, στο παραπάνω σύνθημα είναι τίνος τον θάνατο εννοούμε, τίνος το αίμα είμαστε έτοιμοι να χύσουμε.
Μήπως του συνανθρώπου; Αν ισχύει αυτό, το φρόνημά μας απέχει πολύ από το «μυριάκις υπέρ σού τεθνηξόμεθα» του Ιωσήφ Βρυεννίου, και ασφαλώς δεν αναπαύει τον Θεό.
Ο Κύριός μας σταυρώθηκε, δεν σταύρωσε· θανατώθηκε, δεν θανάτωσε. Ο ταπεινός Ιησούς «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει».
Οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έκαμαν πράξη το «Ορθοδοξία ή Θάνατος» στην ορθή του εκδοχή, συγχωρούσαν και αγαπούσαν ακόμη και τους διώκτες και βασανιστές τους.
Έχουμε την πεποίθηση ότι το φρόνημα ομολογίας και θυσίας υπέρ του Κυρίου δεν μπορεί να συμβαδίζει με την εμπάθεια και την σκληρότητα προς τον αδελφό και συνάνθρωπο.
Δεν τιμά τον Κύριο όποιος ατιμάζει και προσβάλλει την εικόνα Του. Οι θεματοφύλακες των αληθειών της Ορθοδοξίας ποτέ δεν υπήρξαν αφιλάνθρωποι και φανατικοί.
Το εκλεπτυσμένο δογματικό αισθητήριο συνοδεύεται πάντοτε από φιλάνθρωπη και σπλαγχνική διάθεση προς τον αδελφό και από σεβασμό προς τους εκκλησιαστικούς θεσμούς.
Αυτό μας διδάσκουν οι μακαριστοί Πατέρες μας, οι οποίοι έτρεφαν αγάπη και σεβασμό προς τον Οικουμενικό Θρόνο και προέτρεπαν τους πιστούς να αγωνίζονται με τις ευχές των Επισκόπων της Εκκλησίας.
Ο π. Παίσιος, ο π. Πορφύριος, ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης και ο π. Ευμένιος Σαριδάκης, άγιοι Πατέρες με οξύτατο πνευματικό αισθητήριο, ακατηγόρητο βίο και ορθοδοξότατο φρόνημα, δεν προέτρεπαν σε σχίσματα και δεν παρακινούσαν σε ιεροκατηγορία.
Ο χριστιανός δεν είναι φίλερις και φιλοκατήγορος, αλλά ειρηνικός και άμαχος. Καί αν ακόμα διαφωνήσει με τον Επίσκοπό του, δεν θα σχίσει την Εκκλησία! Καί στην περίπτωση, δυστυχώς, της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου υπάρχει σχίσμα.
Με παρρησία διακηρύσσουν οι ένοικοι της Μονής Εσφιγμένου την διαφωνία τους με θέσεις και πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Μεταξύ, όμως, της διαφωνίας και του σχίσματος και της ακοινωνησίας «χάσμα μέγα εστήρικται»!
Απορώ δε πως άνθρωποι με στοιχειώδη γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων εκστομίζουν λόγους χονδροειδείς!
Ασχέτως προσωπικών τοποθετήσεων του καθενός στα θέματα των «Οικουμενικών Διαλόγων» και των προσεγγίσεων με την Δύση, κάθε νουνεχής άνθρωπος παραδέχεται ότι ο Παναγιώτατος κ.κ. Βαρθολομαίος είναι ο κανονικός Οικουμενικός Πατριάρχης, επομένως η μνημόνευσή του «ουδέν μεμπτόν έχει».
Ή μήπως αγνοούμε ότι ο «θεσμός της Εκκλησίας» υπέρκειται προσώπων;
Η μνημόνευση, άλλωστε, του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν σημαίνει «κατ’ αδήριτον ανάγκην» και απόλυτη συμφωνία με κάθε θέση και πράξη του.
Ιστορικώς πολλοί εξέφρασαν επιφυλάξεις και διαφωνίες με θέσεις και κινήσεις εκκλησιαστικών ανδρών, Πατριαρχών, Επισκόπων και Ηγουμένων.
Οι συνετοί, όμως, άνδρες έμειναν εντός της Εκκλησίας «νομίμως αθλούντες». Καί αν προσωρινώς έχασαν τον προσανατολισμό τους και πλανήθηκαν, όμως με την βοήθεια του Θεού επέστρεψαν.
Τρανό παράδειγμα ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «τέλειος ανήρ» και ασκητής ακατάβλητος, ο οποίος «δι’ οράματος» βεβαιώθηκε ότι «η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως» και εγκατέλειψε τον «ζηλωτισμό».
Αδυνατώ να αποδεχθώ το γεγονός ότι μία ομάδα ανθρώπων, έστω ευλαβών και αγωνιστών, εγκαλεί ως παραβάτες των Ιερών Κανόνων όσους μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη!
Ώστε οι «ζηλωτές» της Εσφιγμένου και οι ομόφρονες αυτών είναι οι μόνοι που κατέχουν την αλήθεια, ενώ όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένων μοναχών που έχουν λευκανθεί στην άσκηση, ιερέων που με αγαθή συνείδηση λειτουργούν και πολιτογραφούν ψυχές στην Βασιλεία των Ουρανών, Επισκόπων που με πατρική αγάπη ποιμαίνουν και διοικούν, λαικών που με φόβο Θεού πολιτεύονται, βρίσκονται σε πλάνη και βαδίζουν προς την απώλεια;
«Σύνετε», αγαπητοί!
Είναι γνωστό ότι η υπό τον π. Χρυσόστομο Κατσουλιέρη Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου εκλήθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους εδώ και μία οκταετία περίπου, επομένως δεν ανέλαβε «ιδίω θελήματι» την εγκαταβίωση στο Περιβόλι της Παναγίας και την εκεί κοινοβιακή ζωή.
Επαναλαμβάνω ότι δεν είμαι επιφανής κανονολόγος ούτε έγκριτος νομομαθής, ώστε αυθεντικώς να γνωμοδοτώ.
Ειλικρινώς, όμως, διερωτώμαι πως θα μπορούσε να πείσει κανείς τους εν λόγω Πατέρες, οι οποίοι «ουχ εαυτοίς έλαβον την τιμήν, αλλ’ υπείκοντες τω της Εκκλησίας προστάγματι», ότι κακώς έπραξαν…